Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Καταλαβαίνετε τη Διαφορά;

Καταλαβαίνετε τη Διαφορά;

Καταλαβαίνετε τη Διαφορά;

«Είναι πιάνο!» «Όχι, εγώ νομίζω πως είναι συνθεσάιζερ». «Σίγουρα είναι εκκλησιαστικό όργανο!» «Όχι, κάνετε όλοι λάθος. Είναι τσέμπαλο». Τελικά, τι ακριβώς είναι;

ΣΤΗΝ πραγματικότητα, τα πληκτρολόγια όλων αυτών των μουσικών οργάνων μοιάζουν κάπως μεταξύ τους. Αλλά ο ήχος που παράγουν και η μέθοδος με την οποία παράγεται ο ήχος με το πάτημα του πλήκτρου μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά. Πώς, λοιπόν, ξεκίνησε και εξελίχθηκε το πληκτρολόγιο; Ας ρίξουμε μια ματιά στα πληκτροφόρα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες.

Τι Ήταν η Ύδραυλις;

Το αρχαιότερο γνωστό πρώιμο πληκτρολόγιο πιστεύεται πως ανήκε σε ένα όργανο που λεγόταν ύδραυλις, ή αλλιώς υδραυλικό όργανο. Εφευρέτης του θεωρείται ο Κτησίβιος, ένας Αλεξανδρινός μηχανικός που έζησε στο πρώτο μισό του τρίτου αιώνα Π.Κ.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο Μουσικά Όργανα της Δύσης (Musical Instruments of the West), «διοχετευόταν αέρας . . . σε ένα αγγείο με τρύπες (πνιγεύς) το οποίο βρισκόταν μέσα σε δοχείο με νερό, και από τον πνιγέα μεταφερόταν στον αεροθάλαμο κάτω από [μια σειρά] αυλών, ενώ η πίεση του αέρα διατηρούνταν σταθερή». Οι αυλοί παρήγαν ήχο μέσω ολισθητήρων οι οποίοι λειτουργούσαν με τη βοήθεια αρκετών μεγάλων πλήκτρων. Επειδή οι νότες ήταν δυνατές και οξείες, η ύδραυλις ήταν πολύ κατάλληλη για παραστάσεις τσίρκων, εκθέσεις και υπαίθριες γιορτές. Έφτασε στη μέγιστη ακμή της στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας​—ακόμη και ο Αυτοκράτορας Νέρων λέγεται ότι ήταν επιδέξιος στο παίξιμό της.

Γιατί το Αερόφωνο Εκκλησιαστικό Όργανο;

Η αντικατάσταση του υδραυλικού μηχανισμού με φυσητήρες οι οποίοι έσπρωχναν τον υπό πίεση αέρα εισήγαγε την εποχή του αερόφωνου εκκλησιαστικού οργάνου. Οι φυσητήρες παρείχαν στο μουσικό τη δυνατότητα να κάθεται μπροστά στο όργανο, χρησιμοποιώντας τα πόδια ή τα χέρια για να διοχετεύει τον απαιτούμενο αέρα. Αρχαιολογικά ευρήματα αποκαλύπτουν ότι το αερόφωνο εκκλησιαστικό όργανο υπήρχε από τον τρίτο κιόλας αιώνα Κ.Χ., και συνέχισε να χρησιμοποιείται ευρέως επί αρκετές ακόμη εκατονταετίες. Εφόσον το πληκτρολόγιο ήταν ακόμη υποτυπώδες, οι μελωδίες μπορούσαν να εκτελούνται μόνο σε πολύ αργούς χρόνους. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το μέγεθος κάθε πλήκτρου έπρεπε να είναι ανάλογο με τον αυλό στον οποίο αντιστοιχούσε. Για να παίξει ο εκτελεστής μια χαμηλή νότα, θα χρειαζόταν προφανώς να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το χέρι του ή ακόμη και τη γροθιά του για να πιέσει το πλατύ πλήκτρο.

Το 14ο αιώνα, το εκκλησιαστικό όργανο χρησιμοποιούνταν πλέον «σχεδόν αποκλειστικά στις εκκλησίες στη Δυτική Ευρώπη». (Η Εγκυκλοπαίδεια της Μουσικής [The Encyclopedia of Music]) Η προσθήκη ενός κυλιόμενου μηχανισμού άλλαξε ριζικά τη μορφή και τη λειτουργία του πληκτρολογίου του εκκλησιαστικού οργάνου. Χάρη σε αυτόν το μηχανισμό, οι αυλοί μπορούσαν να βρίσκονται μακριά από το πληκτρολόγιο και τα πλήκτρα να είναι στενότερα. Επιτέλους, ο εκτελεστής μπορούσε να παίξει με χάρη γρηγορότερα μουσικά κομμάτια χρησιμοποιώντας μόνο ένα δάχτυλο για κάθε πλήκτρο. Ο Μότσαρτ αγαπούσε τόσο πολύ το εκκλησιαστικό όργανο ώστε το αποκαλούσε βασιλιά των οργάνων.

Τα Πρώτα Έγχορδα Πληκτροφόρα

Η πρώτη μνεία που κάνει η Γραφή σε έγχορδο όργανο συναντάται στο εδάφιο Γένεση 4:21, ενώ επανειλημμένες αναφορές γίνονται σε συνδυασμό με το ισραηλιτικό έθνος. Αλλά το συνταίριασμα ανάμεσα στα έγχορδα όργανα (των οποίων συνήθως οι χορδές δονούνται μέσω τριβής ή νύξης με τα δάχτυλα ή μέσω κρούσης με σφυράκια ή πλήκτρα) και στο πληκτρολόγιο έλαβε χώρα μόλις το 15ο αιώνα Κ.Χ. περίπου. Το πληκτρολόγιο όπως το γνωρίζουμε σήμερα εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ένα όργανο που ονομάζεται κλαβίχορδο. Επρόκειτο για ένα απλό όργανο, όμοιο με κουτί, με χορδές που «έτρεχαν» από αριστερά προς τα δεξιά. Όταν ο μουσικός πατούσε το πλήκτρο, υψωνόταν ένα χάλκινο έλασμα το οποίο χτυπούσε τη χορδή από το κάτω μέρος της.

Στη συνέχεια εμφανίστηκε το τσέμπαλο, το σπινέτο και το βίρτζιναλ. a Αυτά, ιδιαίτερα το τσέμπαλο, έγιναν τα επικρατέστερα πληκτροφόρα όργανα στη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα. Ο νέος μηχανισμός του τσέμπαλου ήταν πρωτοποριακός. Το βιβλίο Η Ιστορία των Μουσικών Οργάνων (The History of Musical Instruments) τον περιγράφει: «Οι χορδές δονούνταν με πενάκι από φτερό και όχι με μεταλλικά ελάσματα όπως στα κλαβίχορδα. Στο πίσω μέρος κάθε πλήκτρου υπήρχε ένας μηχανισμός (jack), δηλαδή ένα μικρό όρθιο κομμάτι ξύλου, από το οποίο προεξείχε ένα μικρό πενάκι από φτερό ή δέρμα. . . . Όταν ο εκτελεστής πατούσε το πλήκτρο, αυτός ο μηχανισμός αναπηδούσε με αποτέλεσμα να δονεί το πενάκι τη χορδή, και κατόπιν, με τη βοήθεια ενός ελάσματος, το πενάκι επανερχόταν στη θέση του χωρίς να δονήσει και πάλι τη χορδή».

Αυτός ο νέος μηχανισμός έδωσε στο τσέμπαλο το χαρακτηριστικό του ήχο. Μια πρώην πιανίστρια κονσέρτου διαχώρισε τον ήχο του τσέμπαλου από τον ήχο του σύγχρονου πιάνου, περιγράφοντάς τον ως εξής: «Έχει λεπτό, μεταλλικό ήχο, και οι νότες δεν παρατείνονται».

Ο σχεδιασμός του τσέμπαλου ποίκιλλε πολύ στο διάβα των ετών. Τα πρώτα όργανα είχαν μονό πληκτρολόγιο και μόνο μία χορδή για κάθε πλήκτρο. Αργότερα, τα πιο πολύπλοκα μοντέλα είχαν δύο πληκτρολόγια, περισσότερες χορδές για κάθε πλήκτρο, και άλλους μηχανισμούς για την αλλαγή του τόνου. Μεγάλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, όπως ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750) και ο Ντομένικο Σκαρλάτι (1685-1757), αξιοποίησαν στο πλήρες τον τόνο και τις τεχνικές δυνατότητες του τσέμπαλου και συνεισέφεραν έναν πλούτο μουσικών συνθέσεων, πολλές από τις οποίες έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας.

Το ακορντεόν αναπτύχθηκε το 19ο αιώνα, και το πιάνο-ακορντεόν έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για έναν συνδυασμό πληκτροφόρου και πνευστού οργάνου, εφόσον έχει φυσητήρες οι οποίοι σπρώχνουν τον αέρα ανάμεσα στα γλωσσίδια που πάλλονται. Το σύγχρονο ακορντεόν έχει ως και 140 μπάσα τα οποία ενεργοποιούνται από εφτά σειρές κουμπιά, καθώς και έκταση πληκτρολογίου από δύο ως τέσσερις οκτάβες.

Η Ηλεκτρονική Εποχή

Ο 20ός αιώνας εισήγαγε την εποχή των ηλεκτρονικών πληκτρολογίων. Το παλιότερο από αυτά ήταν το τελαρμόνιο, το οποίο εφεύρε το 1906 ο Ταντέους Κάχιλ. Ηλεκτρικά εκκλησιαστικά όργανα εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1930 και σύντομα ακολούθησαν τα ηλεκτρικά τσέμπαλα και τα ηλεκτρικά πιάνα. Σε πλήρη αντίθεση με το μηχανισμό της υδραύλεως, όταν πατιέται κάποιο πλήκτρο σε ηλεκτρικό όργανο, ένα ηλεκτρονικό σήμα παράγει τη νότα, η οποία τροποποιείται και ενισχύεται.

Ένα από τα πιο δημοφιλή ηλεκτρονικά πληκτρολόγια σήμερα είναι αυτό του συνθεσάιζερ, το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1940 και έχει γίνει το βασικό μουσικό όργανο που προτιμάται από τις περισσότερες σύγχρονες ορχήστρες και συγκροτήματα. Όταν πατιέται ένα πλήκτρο στο συνθεσάιζερ, μπορεί να παραχθεί σχεδόν οποιοσδήποτε ήχος​—από γάβγισμα σκύλου μέχρι συμφωνική ορχήστρα.

Δεν μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι και το κομπιούτερ παίζει σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη μουσική. Τα σημερινά συνθεσάιζερ συνήθως περιέχουν κομπιούτερ, ή ένα κομπιούτερ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παράγει ήχο και συνεπώς μπορεί να παίξει το ρόλο μουσικού οργάνου. Αν και ένα μουσικό πληκτρολόγιο χρησιμοποιείται συνήθως για τον έλεγχο του κομπιούτερ, ο σύγχρονος μουσικός έχει επίσης τη δυνατότητα να προγραμματίσει το κομπιούτερ του με τη βοήθεια του ποντικιού ή ενός κοινού πληκτρολογίου. «Σήμερα σχεδόν κάθε στούντιο ηχογράφησης διαθέτει υπερπλήρη εξοπλισμό κομπιούτερ. Η μουσική αποθηκεύεται ψηφιακά σε σκληρό δίσκο και κατόπιν υφίσταται επεξεργασία μέσω της κονσόλας μείξης, με τη βοήθεια προηγμένων προγραμμάτων, προτού η τελική της μορφή γραφτεί σε ψηφιακή ταινία ήχου».​—Η Εγκυκλοπαίδεια της Μουσικής.

Μήπως αυτή η πρόσφατη εξέλιξη σημαίνει ότι οι μέρες του μουσικού πληκτρολογίου είναι μετρημένες; Αυτό είναι απίθανο, αν θυμηθούμε την εκφραστική απλότητα των έργων «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και «Για την Ελίζε» του Μπετόβεν, όπως και του «Σεληνόφωτος» του Ντεμπισί. Καθώς, όμως, αναλογιζόμαστε τα εκατοντάδες χρόνια μουσικής από πληκτροφόρα όργανα και την επίδραση που έχει ασκήσει στη ζωή αναρίθμητων εκατομμυρίων ανθρώπων, πρέπει να αναγνωρίσουμε την τεράστια συμβολή του πληκτρολογίου στον κόσμο της μουσικής και στην ανθρώπινη ευτυχία στο πέρασμα των αιώνων.

[Υποσημείωση]

a Το βίρτζιναλ χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Είχε 32 μεταλλικές χορδές και έμοιαζε στη μορφή με το κλαβίχορδο αλλά στον ήχο με το τσέμπαλο. Το σπινέτο ήταν μια μικρή έκδοση του τσέμπαλου.

[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 20, 21]

Γιατί το Πιανοφόρτε;

Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, το τσέμπαλο άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται από το δημοφιλές πιανοφόρτε, το κοινώς γνωστό πιάνο. Πώς πήρε αυτό το όνομα; Έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις για το ποιος εφεύρε αυτό το όργανο και πότε, αλλά ένας Ιταλός ονόματι Μπαρτολομέο Κριστοφόρι πειραματιζόταν με το πιανοφόρτε στις αρχές του 18ου αιώνα. Το όνομα που είχε δώσει ο Κριστοφόρι σε αυτό το όργανο, γκραβιτσέμπαλο κολ πιάνο ε φόρτε (τσέμπαλο με απαλό και δυνατό ήχο), τόνιζε ένα από τα πλεονεκτήματά του σε σχέση με το τσέμπαλο, το οποίο παρείχε ελάχιστη δυνατότητα στον εκτελεστή να ελέγχει την ένταση της μουσικής. Όταν ο εκτελεστής πατούσε κάποιο πλήκτρο στο πιανοφόρτε, ένας νέος μηχανισμός επέτρεπε στο σφυράκι από κάτω να χτυπάει τη χορδή. Η ένταση της νότας ήταν ανάλογη της δύναμης με την οποία πατιόταν το πλήκτρο. Αυτό παρείχε πλέον στον εκτελεστή μεγάλη ελευθερία προκειμένου να εκφράζει το επιθυμητό αίσθημα και την ένταση στη μουσική, είτε πιάνο, δηλαδή απαλά, είτε φόρτε, δηλαδή δυνατά.

Ένας άλλος παράγοντας ήταν η χρήση τριών τύπων πεντάλ​—το πεντάλ διαρκείας, το σοστενούτο (sostenuto) και το μαλακό. Τα πεντάλ αυτά επιτρέπουν αντίστοιχα στον ήχο να έχει διάρκεια, να έχει κράτημα και να ελαττώνεται.

Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, το πιανοφόρτε συνέχισε να εξελίσσεται και να τροποποιείται στην Ευρώπη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1740, σχεδιάστηκε το τετράγωνο πιάνο, ένα μικρότερο και οικονομικότερο μοντέλο. Το πιάνο με ουρά, ή αλλιώς πιάνο κονσέρτου, το οποίο είναι μεγαλύτερο, καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, εφόσον οι χορδές του με τα ποικίλα μήκη εκτείνονται οριζόντια. Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίστηκε το όρθιο πιάνο, το οποίο παραμένει δημοφιλές μέχρι σήμερα.

Το Ξύπνα! ρώτησε μια πιανίστρια ποιες είναι οι βασικές διαφορές στον ήχο ανάμεσα σε ένα πιάνο με ουρά και σε ένα όρθιο πιάνο. Μας είπε: «Με τρεις λέξεις, ήχος, ευκρίνεια και ζωηρότητα. Το πιάνο με ουρά έχει μεγαλύτερη αντήχηση. Ο ήχος είναι καθαρός και δυνατός. Σε σύγκριση με αυτό, το όρθιο πιάνο έχει φτωχότερο ήχο. Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι το όρθιο πιάνο τοποθετείται συνήθως δίπλα σε τοίχο, και έτσι ο ήχος του πίσω αντηχείου εξασθενεί».

[Εικόνα]

Πιάνο κονσέρτου, μήκους 2,7 μέτρων

[Εικόνες στη σελίδα 18]

Βίρτζιναλ με τοπίο από πάρκο, 1666, Αγγλία

Τσέμπαλο, με καστανοκίτρινα πλήκτρα (ένθετο), 1760, Γερμανία

Κλαβίχορδο, 1906, ΗΠΑ

Πιάνο-ακορντεόν, 1960, Ιταλία

Σύγχρονο συνθεσάιζερ και κομπιούτερ

[Ευχαριστίες]

Τέσσερις φωτογραφίες επάνω: Ευγενής παραχώρηση από Yale University Collection of Musical Instruments

[Εικόνα στη σελίδα 19]

Ύδραυλις

[Ευχαριστίες]

Ευγενής παραχώρηση από Macedonian Heritage

[Εικόνα στη σελίδα 19]

Εκκλησιαστικό όργανο, Όπερα του Σίντνεϊ, Αυστραλία

[Ευχαριστίες]

Ευγενής παραχώρηση από Australian Archives, Canberra, A.C.T.