Υπηρέτησα τον Θεό Παρά τις Δυσκολίες
Υπηρέτησα τον Θεό Παρά τις Δυσκολίες
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΒΑΝ ΜΙΚΙΤΚΟΒ
«Αν μείνεις στην πόλη μας, θα πας ξανά στη φυλακή», με προειδοποίησε ο αξιωματικός της Σοβιετικής Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας (Κα-Γκε-Μπε). Είχα μόλις αφεθεί ελεύθερος έπειτα από 12 χρόνια φυλάκισης. Ο πατέρας και η μητέρα μου ήταν σοβαρά άρρωστοι και έπρεπε να τους φροντίσω. Τι θα έκανα;
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1928 στο χωριό Τσάουλ της Μολδαβίας. a Όταν ήμουν ενός έτους, ο πατέρας μου, ο Αλεξάντερ, επισκέφτηκε το Ιάσιο, στη Ρουμανία, όπου γνώρισε Σπουδαστές της Γραφής, όπως ονομάζονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Επιστρέφοντας στο Τσάουλ, μίλησε στην οικογένεια και στους γείτονές του για όσα είχε μάθει από αυτούς. Σύντομα ένας μικρός όμιλος Σπουδαστών της Γραφής σχηματίστηκε στο Τσάουλ.
Ήμουν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας—όλα αγόρια—και ως εκ τούτου από τη βρεφική μου ηλικία είχα γύρω μου άτομα με πνευματικό φρόνημα τα οποία έθεταν καλό παράδειγμα για εμένα. Με τον καιρό διέκρινα ξεκάθαρα ότι το να υπηρετώ τον Ιεχωβά θα έφερνε εναντίωση—και θα δημιουργούσε δυσκολίες. Θυμάμαι έντονα την αστυνομία να ψάχνει επανειλημμένα το σπίτι μας, προσπαθώντας να βρει τα κρυμμένα Γραφικά μας έντυπα. Αυτές οι καταστάσεις δεν με φόβιζαν. Μάθαινα από τη Γραφική μας μελέτη ότι ο ίδιος ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, καθώς και οι μαθητές του, είχε υποστεί διωγμό. Στις συναθροίσεις μας λαβαίναμε συνεχώς την υπενθύμιση ότι οι ακόλουθοι του Ιησού θα έπρεπε να αναμένουν διωγμό.—Ιωάννης 15:20.
Ενισχυμένος για να Αντιμετωπίσω το Διωγμό
Το 1934, όταν ήμουν μόλις έξι ετών, διαβάστηκε μια επιστολή στην εκκλησία μας στο Τσάουλ η οποία μας πληροφορούσε για τα παθήματα των συγχριστιανών μας στη ναζιστική Γερμανία. Μας δόθηκε η παρότρυνση να προσευχόμαστε για αυτούς. Αν και ήμουν ακόμη μικρός, δεν ξέχασα ποτέ εκείνη την επιστολή.
Τέσσερα χρόνια αργότερα αντιμετώπισα την πρώτη μου προσωπική δοκιμή ακεραιότητας. Στο μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, ο Ορθόδοξος ιερέας με διέταξε επανειλημμένα να φορέσω στο λαιμό μου έναν σταυρό. Όταν αρνήθηκα, ζήτησε από όλα τα παιδιά στην τάξη να δείξουν τους σταυρούς τους αποδεικνύοντας έτσι ότι ήταν καλά μέλη της εκκλησίας. Τότε, δείχνοντας εμένα, ο ιερέας ρώτησε την τάξη: «Θέλετε κάποιον σαν αυτόν στην τάξη σας; Όσοι δεν τον θέλουν να σηκώσουν το χέρι τους».
Επειδή οι μαθητές φοβούνταν τον ιερέα, σήκωσαν όλοι το χέρι τους. «Βλέπεις», είπε γυρίζοντας σε εμένα, «κανείς δεν θέλει να έχει σχέση μαζί σου. Φύγε από αυτό το κτίριο αμέσως». Λίγες μέρες αργότερα, ο διευθυντής του σχολείου ήρθε στο σπίτι μου. Αφού μίλησε με τους γονείς μου, με ρώτησε αν ήθελα να συνεχίσω να πηγαίνω στο σχολείο. Του είπα ότι ήθελα. «Όσο θα είμαι εγώ διευθυντής», απάντησε εκείνος, «θα πηγαίνεις στο σχολείο και ο ιερέας δεν θα μπορεί να σε σταματήσει». Όπως ακριβώς είπε, όσο ήταν διευθυντής αυτός ο άνθρωπος, ο ιερέας δεν με ενόχλησε.
Ο Διωγμός Εντείνεται
Το 1940 η περιοχή όπου μέναμε, η οποία ονομαζόταν Βεσσαραβία, έγινε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 13 και 14 Ιουνίου 1941, όλοι οι σημαίνοντες από πολιτική ή κοινωνική άποψη εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Αυτή η κατάσταση δεν επηρέασε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έκτοτε, όμως, διεξήγαμε τις συναθροίσεις μας και κάναμε το κήρυγμά μας πιο διακριτικά.
Στα τέλη Ιουνίου του 1941, η ναζιστική Γερμανία εξαπέλυσε αιφνιδιαστικά μεγάλη επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μέχρι τότε ήταν σύμμαχός της. Σύντομα, οι ρουμανικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τη Βεσσαραβία. Αυτό το γεγονός μάς έθεσε και πάλι υπό ρουμανικό καθεστώς.
Στα κοντινά χωριά οι Μάρτυρες που αρνούνταν να υπηρετήσουν στο ρουμανικό στρατό συλλαμβάνονταν και οι περισσότεροι καταδικάζονταν σε 20ετή καταναγκαστική εργασία. Τον πατέρα μου τον κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα και τον χτύπησαν άγρια επειδή ήταν Μάρτυρας. Επίσης, εμένα με έπαιρναν με τη βία από το σχολείο για να παρακολουθώ λειτουργίες στην εκκλησία.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε έπειτα τροπή. Το Μάρτιο του 1944 οι Σοβιετικοί κυρίευσαν αστραπιαία τη βόρεια Βεσσαραβία. Μέχρι τον Αύγουστο είχαν καταλάβει ολόκληρη τη χώρα. Εκείνον τον καιρό ήμουν μόλις στα μέσα της εφηβείας μου.
Μέσα σε λίγο διάστημα, όλοι οι σωματικά υγιείς άντρες του χωριού μας στρατολογήθηκαν στο σοβιετικό στρατό. Αλλά οι Μάρτυρες αρνήθηκαν να συμβιβάσουν την ουδετερότητά τους. Καταδικάζονταν, λοιπόν, σε δεκαετή φυλάκιση. Το Μάιο του 1945 ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στην Ευρώπη με την παράδοση της Γερμανίας. Ωστόσο, πολλοί Μάρτυρες στη Μολδαβία παρέμειναν φυλακισμένοι μέχρι το 1949.
Μεταπολεμικά Δεινά
Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, η Μολδαβία αντιμετώπισε τρομερή ξηρασία. Παρά την ξηρασία, η σοβιετική κυβέρνηση συνέχισε να απαιτεί από τους αγρότες μεγάλο μέρος της παραγωγής τους ως φόρο. Αυτό οδήγησε σε φοβερή πείνα. Ως το 1947 είχα δει πολλά πτώματα στους δρόμους του Τσάουλ. Ο αδελφός μου, ο Γιεφίμ, πέθανε και εγώ ήμουν επί εβδομάδες τόσο αδύναμος από την πείνα ώστε δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ. Αλλά η πείνα πέρασε, και εμείς οι Μάρτυρες που παραμείναμε ζωντανοί συνεχίσαμε τη δημόσια διακονία μας. Ενώ εγώ παρουσίαζα το άγγελμα τοπικά, ο αδελφός μου ο Βασίλε, ο οποίος ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερός μου, κήρυττε σε κοντινά χωριά.
Καθώς οι Μάρτυρες γίνονταν πιο δραστήριοι στη διακονία, οι αρχές άρχισαν να μας παρακολουθούν στενότερα. Το κήρυγμά μας καθώς και η άρνησή μας να συμμετέχουμε στις πολιτικές υποθέσεις και στη στρατιωτική υπηρεσία ώθησαν τη σοβιετική κυβέρνηση να αρχίσει έρευνες στα σπίτια μας για Γραφικά έντυπα και να μας συλλαμβάνει. Το 1949 μερικοί Μάρτυρες από κοντινές εκκλησίες εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Και πάλι λοιπόν, όσοι μείναμε πίσω κάναμε προσπάθειες να είμαστε πιο διακριτικοί καθώς επιτελούσαμε τη διακονία μας.
Στο μεταξύ, μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας το οποίο επιδεινωνόταν σταδιακά. Οι γιατροί είπαν τελικά ότι είχα φυματίωση στα οστά και το 1950 έβαλαν το δεξί μου πόδι στο γύψο.
Εξορία στη Σιβηρία
Την 1η Απριλίου 1951, και ενώ είχα ακόμη το πόδι μου στο γύψο, με συνέλαβαν μαζί με την οικογένειά μου και με άλλους Μάρτυρες και μας έστειλαν στη Σιβηρία. b Χωρίς καθόλου χρόνο για να προετοιμαστούμε, καταφέραμε να πάρουμε μαζί μας μόνο λίγα τρόφιμα. Σύντομα αυτά εξαντλήθηκαν.
Τελικά, έπειτα από δύο περίπου εβδομάδες στο τρένο, φτάσαμε στην πόλη Ασίνο, στην περιφέρεια Τομσκ. Εκεί μας ξεφόρτωσαν σαν να ήμασταν ζώα. Αν και έκανε τσουχτερό κρύο, ήταν θαυμάσιο που μπορούσαμε να έχουμε λίγο καθαρό αέρα. Το Μάιο, όταν έλιωσε ο πάγος του ποταμού, μας μετέφεραν με πλοίο σε απόσταση 100 χιλιομέτρων στην Τόρμπα, όπου υπήρχε ένας καταυλισμός υλοτόμων στην τάιγκα της Σιβηρίας, δηλαδή στα υποαρκτικά δάση. Εδώ αρχίσαμε να εκτίουμε την ποινή καταναγκαστικής εργασίας που μας είχε επιβληθεί—η οποία, όπως μας είχαν πει, θα ήταν ισόβια.
Αν και η σκληρή εργασία στον καταυλισμό των υλοτόμων δεν ήταν το ίδιο σαν να βρίσκεσαι στη φυλακή, ήμασταν συνεχώς υπό αυστηρή επιτήρηση. Τη νύχτα η οικογένειά μας κοιμόταν μαζί σε ένα βαγόνι. Εκείνο το καλοκαίρι φτιάξαμε σπίτια
—απλά καταφύγια που μέρος τους ήταν μέσα στη γη και μέρος τους έξω από αυτήν—για να έχουμε προστασία στη διάρκεια του επόμενου χειμώνα.Λόγω του ότι είχα το πόδι μου στο γύψο, εξαιρέθηκα από την εργασία στα δάση και μου ανέθεσαν να φτιάχνω καρφιά. Αυτή η εργασία μού έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχω στη μυστική αντιγραφή της Σκοπιάς και άλλων Γραφικών εντύπων. Με κάποιον τρόπο αυτά έφταναν κρυφά στην περιοχή μας σε τακτική βάση από τη δυτική Ευρώπη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Συλλαμβάνομαι και Φυλακίζομαι
Το 1953 έβγαλα το γύψο. Αλλά, στο μεταξύ, παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να είμαι προσεκτικός, η Κα-Γκε-Μπε αντιλήφθηκε την πνευματική μου δραστηριότητα, περιλαμβανομένης και της αναπαραγωγής Γραφικών εντύπων. Ως αποτέλεσμα, μαζί με άλλους Μάρτυρες, καταδικάστηκα τελικά σε 12 χρόνια φυλάκιση σε σωφρονιστικό στρατόπεδο. Στη διάρκεια της δίκης, όμως, όλοι μπορέσαμε να δώσουμε θαυμάσια μαρτυρία για τον Θεό μας, τον Ιεχωβά, και για το στοργικό σκοπό που έχει για την ανθρωπότητα.
Εμάς τους κρατούμενους μας έστειλαν τελικά σε διάφορα στρατόπεδα κοντά στο Ιρκούτσκ, εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μακριά στην ανατολή. Αυτά τα στρατόπεδα είχαν καθιερωθεί ως τόποι τιμωρίας για εκείνους που θεωρούνταν εχθροί του Σοβιετικού Κράτους. Από τις 8 Απριλίου 1954 μέχρι τις αρχές του 1960, έζησα σε 12 τέτοια στρατόπεδα εργασίας. Έπειτα, με μετέφεραν 3.000 και πλέον χιλιόμετρα προς τα δυτικά στο τεράστιο συγκρότημα σωφρονιστικών στρατοπέδων της Μορδοβίας, περίπου 400 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μόσχας. Εκεί είχα το προνόμιο να είμαι μαζί με πιστούς Μάρτυρες από πολλά μέρη της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι Σοβιετικοί κατάλαβαν πως όταν επιτρεπόταν στους Μάρτυρες να συναναστρέφονται ελεύθερα με φυλακισμένους που δεν ήταν Μάρτυρες, μερικοί από αυτούς γίνονταν και οι ίδιοι Μάρτυρες. Γι’ αυτό, στο συγκρότημα φυλακών της Μορδοβίας, το οποίο αποτελούνταν από πολλά στρατόπεδα εργασίας που εκτείνονταν σε μήκος 30 και πλέον χιλιομέτρων, προσπάθησαν να μας απομονώσουν ώστε να μη συναναστρεφόμαστε στενά με άλλους φυλακισμένους. Στο δικό μας στρατόπεδο έβαλαν μαζί πάνω από 400 Μάρτυρες. Λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα άλλο στρατόπεδο του συγκροτήματος των φυλακών, βρίσκονταν περίπου εκατό Χριστιανές αδελφές.
Στο στρατόπεδό μας συμμετείχα δραστήρια στην οργάνωση των Χριστιανικών συναθροίσεων καθώς και στην αντιγραφή Γραφικών εντύπων τα οποία είχαν μπει κρυφά στο στρατόπεδο. Όπως φαίνεται, οι αξιωματούχοι του στρατοπέδου έμαθαν για αυτή τη δραστηριότητα. Λίγο καιρό αργότερα, τον Αύγουστο του 1961, καταδικάστηκα σε φυλάκιση ενός χρόνου στη διαβόητη κατά την τσαρική εποχή Φυλακή Βλαντιμίρ, περίπου 200 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας. Ο Αμερικανός πιλότος Φράνσις Γκάρι Πάουερς, τον οποίο είχαν καταρρίψει καθώς πετούσε με κατασκοπευτικό αεροπλάνο πάνω από τη Ρωσία την 1η Μαΐου 1960, ήταν επίσης φυλακισμένος εκεί μέχρι το Φεβρουάριο του 1962.
Όταν ήμουν στη Φυλακή Βλαντιμίρ, μου έδιναν μόνο όσο φαγητό χρειαζόμουν για να κρατηθώ στη ζωή. Μπόρεσα να αντέξω την πείνα, επειδή την είχα ζήσει και όταν ήμουν νέος, αλλά δυσκολεύτηκα πολύ να τα βγάλω πέρα με το δριμύ ψύχος του χειμώνα 1961/1962. Οι σωλήνες θέρμανσης έσπασαν, και η θερμοκρασία στο κελί μου έπεσε αρκετά
κάτω από το μηδέν. Κάποιος γιατρός είδε την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν και διευθέτησε να μεταφερθώ σε ένα κάπως καλύτερο κελί για τις χειρότερες εβδομάδες εκείνης της ψυχρής περιόδου.Λαβαίνω Στήριξη για να Αντιμετωπίσω τις Δυσκολίες
Οι αρνητικές σκέψεις μπορούν να αποθαρρύνουν κάποιον έπειτα από μήνες εγκλεισμού, κάτι το οποίο ελπίζουν οι αρχές της φυλακής. Ωστόσο, εγώ προσευχόμουν συνεχώς και λάβαινα ενίσχυση από το πνεύμα του Ιεχωβά και από εδάφια που θυμόμουν.
Ιδιαίτερα όταν ήμουν στη Φυλακή Βλαντιμίρ ένιωθα όπως ο απόστολος Παύλος που είπε: «Πιεζόμαστε με κάθε τρόπο, αλλά δεν είμαστε στριμωγμένοι σε βαθμό που να μην κινούμαστε» και «βρισκόμαστε σε αμηχανία, αλλά δεν έχουμε μείνει χωρίς καμιά διέξοδο». (2 Κορινθίους 4:8-10) Έπειτα από έναν χρόνο με έφεραν πίσω στο συγκρότημα στρατοπέδων της Μορδοβίας. Σε αυτά τα στρατόπεδα ολοκλήρωσα τη 12ετή ποινή μου στις 8 Απριλίου 1966. Όταν με άφησαν ελεύθερο, μου έδωσαν το χαρακτηρισμό «ανεπίδεκτος αναμόρφωσης». Για εμένα, αυτή ήταν μια επίσημη απόδειξη ότι είχα παραμείνει πιστός στον Ιεχωβά.
Συχνά με ρωτούν πώς λαβαίναμε και αντιγράφαμε Γραφικά έντυπα στα στρατόπεδα και στις φυλακές της Σοβιετικής Ένωσης παρά τις προσπάθειες που γίνονταν για να μας εμποδίσουν. Πρόκειται για ένα μυστικό που λίγοι άνθρωποι έχουν μάθει, όπως είπε μια Λετονή πολιτική κρατούμενη η οποία έμεινε τέσσερα χρόνια στο στρατόπεδο γυναικών Πότμα. «Οι Μάρτυρες με κάποιον τρόπο συνέχιζαν να λαβαίνουν ποσότητες εντύπων», έγραψε μετά την απελευθέρωσή της το 1966. «Ήταν σαν να τα έριχναν από πάνω άγγελοι που πετούσαν τη νύχτα», κατέληξε. Πράγματι, μόνο με τη βοήθεια του Θεού επιτελούσαμε τις δραστηριότητές μας!
Περίοδος Σχετικής Ελευθερίας
Μετά την απελευθέρωσή μου, εκείνοι που είχαν αναλάβει την ηγεσία στο έργο κηρύγματος μου ζήτησαν να μετακομίσω στη δυτική Ουκρανία, κοντά στη Μολδαβία, για να βοηθήσω τους Μολδαβούς αδελφούς μας. Ωστόσο, ως πρώην κατάδικος και υπό τη στενή επιτήρηση της Κα-Γκε-Μπε, αυτά που μπορούσα να κάνω ήταν πολύ περιορισμένα. Δύο χρόνια αργότερα, και υπό την απειλή μιας νέας φυλάκισης, μετακόμισα στη σοβιετική δημοκρατία του Καζακστάν, όπου οι αρχές σπανίως έκαναν ελέγχους. Έπειτα, το 1969, όταν οι γονείς μου αρρώστησαν βαριά, μετακόμισα στην Ουκρανία για να τους φροντίσω. Εκεί, στην κωμόπολη Αρτιόμοσκ, στα βόρεια της μεγάλης πόλης Ντονιέτσκ, ένας αξιωματικός της Κα-Γκε-Μπε απείλησε ότι θα με έστελνε πάλι στη φυλακή, όπως αναφέρεται στην αρχή αυτού του άρθρου.
Όπως αποδείχτηκε, ο αξιωματικός προσπαθούσε απλώς να με φοβίσει. Δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για να προβεί σε ενέργειες. Εφόσον ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω τη Χριστιανική διακονία μου, και η Κα-Γκε-Μπε θα με παρακολουθούσε ουσιαστικά οπουδήποτε πήγαινα, συνέχισα να φροντίζω τους γονείς μου. Τόσο ο πατέρας μου όσο και η μητέρα μου πέθαναν πιστοί στον Ιεχωβά. Ο πατέρας μου πέθανε το Νοέμβριο του 1969 αλλά η μητέρα μου έζησε μέχρι το Φεβρουάριο του 1976.
Όταν επέστρεψα στην Ουκρανία ήμουν 40 χρονών. Ενώ φρόντιζα τους γονείς μου εκεί, πήγαινα στην ίδια εκκλησία με μια κοπέλα ονόματι Μαρία. Ήταν μόλις οχτώ χρονών όταν, όπως έγινε και με την οικογένειά μου, εκείνη και οι γονείς της εξορίστηκαν από τη Μολδαβία στη Σιβηρία στις αρχές Απριλίου του 1951. Η Μαρία έλεγε ότι της άρεσε ο τρόπος που έψελνα. Έτσι έγινε η αρχή, και μολονότι ασχολούμασταν και οι δύο εντατικά με τη διακονία, καταφέραμε να βρούμε χρόνο για να αναπτύξουμε φιλία. Το 1970 την έπεισα να με παντρευτεί.
Σύντομα γεννήθηκε η κόρη μας, η Λίντια. Έπειτα, το 1983, όταν η Λίντια ήταν δέκα χρονών, με πρόδωσε στην Κα-Γκε-Μπε ένας πρώην Μάρτυρας. Μέχρι τότε υπηρετούσα σχεδόν δέκα χρόνια ως περιοδεύων επίσκοπος σε όλη την ανατολική Ουκρανία. Άνθρωποι που εναντιώνονταν στις Χριστιανικές μας δραστηριότητες κατόρθωσαν να φέρουν ψευδομάρτυρες στη δίκη και καταδικάστηκα σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Στη φυλακή με είχαν απομονωμένο από τους άλλους Μάρτυρες. Παρά τα χρόνια τέτοιας απομόνωσης, όμως, κανένα ανθρώπινο μέσο δεν μπορούσε να εμποδίσει την επικοινωνία μου με τον Ιεχωβά, και εκείνος πάντα με στήριζε. Επίσης, έβρισκα ευκαιρίες να δίνω μαρτυρία σε άλλους φυλακισμένους. Τελικά, αφού εξέτισα τέσσερα χρόνια από την ποινή μου, αποφυλακίστηκα και ξανάσμιξα με
τη σύζυγο και την κόρη μου, οι οποίες είχαν παραμείνει πιστές στον Ιεχωβά.Πίσω στη Μολδαβία
Μείναμε έναν ακόμη χρόνο στην Ουκρανία και έπειτα επιστρέψαμε μόνιμα στη Μολδαβία όπου υπήρχε ανάγκη για βοήθεια από ώριμους και έμπειρους αδελφούς. Εκείνον τον καιρό, οι σοβιετικές αρχές επέτρεπαν περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Φτάσαμε στο Μπέλτσι το 1988, όπου ζούσε η Μαρία πριν εξοριστεί 37 χρόνια νωρίτερα. Το 1988 υπήρχαν περίπου 375 Μάρτυρες σε εκείνη τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Μολδαβίας. Τώρα υπάρχουν πάνω από 1.500! Μολονότι ζούσαμε στη Μολδαβία, συνέχισα να υπηρετώ ως περιοδεύων επίσκοπος στην Ουκρανία.
Όταν η οργάνωσή μας έλαβε νομική αναγνώριση στη Σοβιετική Ένωση το Μάρτιο του 1991, χιλιάδες άνθρωποι ήταν ήδη απογοητευμένοι από την αποτυχία του κομμουνισμού. Πολλοί βρέθηκαν σε σύγχυση και χωρίς πραγματική ελπίδα για το μέλλον. Τον καιρό, λοιπόν, που η Μολδαβία έγινε ανεξάρτητη κυρίαρχη δημοκρατία, πόσο εύφορος αγρός αποδείχτηκε ότι ήταν οι συντοπίτες μας—ακόμη και μερικοί από τους πρώην διώκτες μας! Μετά την εξορία μας το 1951, μόνο ένας μικρός σχετικά αριθμός Μαρτύρων είχαν απομείνει στη Μολδαβία, αλλά τώρα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τους 18.000 σε αυτή τη μικρή χώρα των περίπου 4.200.000 κατοίκων. Τα παθήματα που περάσαμε στο παρελθόν έχουν πράγματι ξεθωριάσει χάρη στις θαυμάσιες εμπειρίες που έχουμε απολαύσει!
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 χρειάστηκε να διακόψω την υπηρεσία περιοδεύοντα επισκόπου λόγω κακής υγείας. Υπάρχουν στιγμές που αποθαρρύνομαι από την κατάστασή μου. Ωστόσο, έχω αντιληφθεί ότι ο Ιεχωβά ξέρει τι χρειαζόμαστε για να λάβουμε ενθάρρυνση. Παρέχει την εμψύχωση που χρειαζόμαστε στην κατάλληλη στιγμή. Αν είχα την ευκαιρία να ξαναζήσω τη ζωή μου μήπως θα επέλεγα διαφορετικό δρόμο; Όχι. Αντίθετα, θα ευχόμουν να ήμουν πιο θαρραλέος στη διακονία μου και να μπορούσα να είμαι πιο δραστήριος και ενεργητικός.
Νιώθω ότι ο Ιεχωβά με έχει ευλογήσει και ότι όλοι οι υπηρέτες του είναι ευλογημένοι άνθρωποι ανεξάρτητα από τις περιστάσεις τους. Έχουμε έντονη ελπίδα, ζωντανή πίστη και τη διαβεβαίωση ότι σύντομα όλοι θα έχουν τέλεια υγεία στο νέο κόσμο που θα φέρει σε ύπαρξη ο Ιεχωβά.
[Υποσημειώσεις]
a Το σημερινό όνομα της χώρας, Μολδαβία, θα χρησιμοποιείται σε όλο το άρθρο αντί για το προηγούμενο όνομα, Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας.
b Τα πρώτα δύο σαββατοκύριακα του Απριλίου του 1951, οι Σοβιετικοί υλοποίησαν ένα καλά προετοιμασμένο σχέδιο συγκεντρώνοντας 7.000 και πλέον Μάρτυρες του Ιεχωβά και τις οικογένειές τους οι οποίοι ζούσαν στο δυτικό τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης και μεταφέροντάς τους με τρένα χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικά σε εξορία στη Σιβηρία.
[Εικόνα στη σελίδα 20, 21]
Το σπίτι μας στην εξορία στην Τόρμπα της Σιβηρίας, 1953. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου (αριστερά), και ο αδελφός μου ο Βασίλε με το γιο του (δεξιά)
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Σε σωφρονιστικό στρατόπεδο, 1955
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Χριστιανές αδελφές στη Σιβηρία, όταν η Μαρία (κάτω αριστερά) ήταν περίπου 20 χρονών
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με την κόρη μας Λίντια
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο γάμος μας, 1970
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη Μαρία σήμερα