Ήμουν Άσωτος Γιος
Ήμουν Άσωτος Γιος
Αφήγηση από τον Μέρος Γουίλιαμ Σάντεϊ
Από βρεφική ηλικία διδάχτηκα να αγαπώ τον Θεό. Αλλά όταν έγινα 18 ετών, στασίασα και έφυγα από το σπίτι. Επί 13 χρόνια ζούσα σαν τον άσωτο γιο της παραβολής του Ιησού. (Λουκάς 15:11-24) Έγινα έμπορος ναρκωτικών και παραλίγο να καταστρέψω τη ζωή μου. Επιτρέψτε μου να σας πω τι ήταν αυτό που με έκανε να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου και να επιστρέψω.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1956 από Χριστιανούς γονείς, δεύτερος ανάμεσα σε εννιά παιδιά. Ζούσαμε στην Ιλέσα, μια πόλη στη νοτιοδυτική Νιγηρία. Ο πατέρας μου είχε ανατραφεί ως Καθολικός, αλλά το 1945 ο θείος του τού έδωσε το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. a Όταν το διάβασε, έψαξε να βρει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το 1946 βαφτίστηκε, και το ίδιο έκανε και η μητέρα μου λίγο αργότερα.
Θυμάμαι ακόμη πόσο πραγματικός ήταν ο Ιεχωβά για εμένα όταν ήμουν παιδί και με πόσο ζήλο συμμετείχα στο κήρυγμα μαζί με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου μελετούσε τη Γραφή μαζί μου. Μερικές φορές, έκανα μελέτη και με την Άλις Ομπάρα, της οποίας ο σύζυγος ήταν περιοδεύων επίσκοπος στην περιοχή μας. Οι γονείς μου ήθελαν να γίνω ολοχρόνιος διάκονος. Ωστόσο, η μητέρα μου πρότεινε να τελειώσω πρώτα το λύκειο.
Μόλις άρχισα να πηγαίνω στο λύκειο όμως, σε ηλικία 16 ετών, ενήργησα άσοφα κάνοντας φιλίες με συμμαθητές μου που δεν σέβονταν τις Γραφικές αρχές. Τι ανόητο λάθος ήταν αυτό! Μέσα σε λίγο καιρό, άρχισα να καπνίζω και να έχω ανήθικη διαγωγή. Κατάλαβα ότι ο καινούριος τρόπος ζωής μου δεν συμφωνούσε με τη διδασκαλία που είχα λάβει στις Χριστιανικές συναθροίσεις, και έτσι έπαψα να τις παρακολουθώ και να συμμετέχω στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Οι γονείς μου ήταν βαθιά λυπημένοι, αλλά εγώ δεν νοιαζόμουν πια για τα αισθήματα των άλλων.
Φεύγω από το Σπίτι
Έπειτα από δύο μόλις χρόνια στο γυμνάσιο, έφυγα από το πατρικό μου σπίτι και άρχισα να ζω με φίλους στη γειτονιά. Μερικές φορές, πήγαινα κρυφά στο σπίτι, άρπαζα ό,τι τρόφιμα έβρισκα και το έβαζα στα πόδια. Καταστενοχωρημένος, ο πατέρας μου έπαψε να πληρώνει τα δίδακτρα στο σχολείο, ελπίζοντας ότι θα άλλαζα.
Τον ίδιο περίπου καιρό, όμως, πήρα κάποια υποτροφία. Ο χορηγός μου έστελνε τα δίδακτρά μου από τη Σκωτία, και μερικές φορές μάλιστα μου έδινε δώρα, περιλαμβανομένων και χρημάτων. Στο μεταξύ, δύο από τους αδελφούς μου σταμάτησαν και αυτοί να συναναστρέφονται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όλα αυτά έφεραν απερίγραπτη θλίψη στους γονείς μου. Αρκετές φορές η μητέρα μου με ικέτευε με δάκρυα στα μάτια. Αν και αυτό με έκανε να αισθάνομαι άσχημα, δεν άλλαξα τις συνήθειές μου.
Στις Μεγαλουπόλεις
Όταν τελείωσα το σχολείο το 1977, πήγα στο Λάγος όπου βρήκα εργασία. Λίγο καιρό αργότερα, απέκτησα χρήματα με παράνομο τρόπο και αγόρασα ταξί. Έχοντας περισσότερα χρήματα τώρα, άρχισα να παίρνω ναρκωτικά και
να περνάω πολύ χρόνο σε νυχτερινά κέντρα και οίκους ανοχής. Σύντομα βαρέθηκα τη ζωή στο Λάγος, και το 1981 μετακόμισα στο Λονδίνο. Από εκεί πήγα στο Βέλγιο, όπου μάθαινα γαλλικά και εργαζόμουν λίγες ώρες σε κάποιο εστιατόριο. Μεγάλο μέρος του χρόνου μου, όμως, το περνούσα στέλνοντας αυτοκίνητα και ηλεκτρονικό εξοπλισμό στη Νιγηρία.Ο πατέρας μου έγραψε στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Βέλγιο και ζήτησε να με επισκεφτούν με σκοπό να προσπαθήσουν να αρχίσουν Γραφική μελέτη μαζί μου. Αλλά όποτε έρχονταν οι Μάρτυρες στο σπίτι μου, εγώ τους έδιωχνα. Άρχισα να πηγαίνω σε κάποια εκκλησία όπου μετά τη λειτουργία τρώγαμε, πίναμε και ασχολούμασταν με διάφορα αθλήματα.
Η Ζωή μου ως Εμπόρου Ναρκωτικών
Το 1982, έστειλα στη Νιγηρία ένα ακριβό πολυτελές αυτοκίνητο και πήγα στο λιμάνι για να το εκτελωνίσω ο ίδιος. Το Τελωνείο της Νιγηρίας ανακάλυψε ότι τα έγγραφα του εκτελωνισμού ήταν πλαστά, και έτσι έμεινα υπό κράτηση περίπου 40 μέρες. Ο πατέρας μου με έβγαλε από τη φυλακή πληρώνοντας εγγύηση. Επειδή χρειαζόμουν χρήματα για το διακανονισμό της υπόθεσης, επέστρεψα στο Βέλγιο με κάποια εμπορεύματα, μεταξύ των οποίων ήταν και μερικά κιλά μαριχουάνας. Αφού απαλλάχτηκα από την κατηγορία για πλαστογράφηση εγγράφων εκτελωνισμού, άρχισα να ασχολούμαι με το εμπόριο ναρκωτικών.
Σε ένα ταξίδι με συνέλαβαν στην Ολλανδία. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας αλλοδαπών με απέλασαν, επιβιβάζοντάς με σε ένα αεροπλάνο με προορισμό τη Νιγηρία. Στο αεροπλάνο, γνωρίστηκα με άλλους εμπόρους ναρκωτικών, και οργανώσαμε μια συμμορία διακίνησης ναρκωτικών. Τον Ιανουάριο του 1984 μετακόμισα σε μια άλλη αφρικανική χώρα. Εφόσον ήξερα γαλλικά, τη γλώσσα που μιλούσαν εκεί, μπόρεσα σύντομα να αναπτύξω φιλίες με αστυνομικούς, στρατιώτες και υπαλλήλους της υπηρεσίας αλλοδαπών. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρναμε να εισάγουμε τόνους μαριχουάνας σε εκείνη τη χώρα.
Συλλαμβάνομαι και Φυλακίζομαι
Έπειτα, μπλέχτηκα και πάλι σε προβλήματα. Είχα συμφωνήσει με έναν στρατιωτικό διοικητή να με βοηθήσει να περάσω το εμπόρευμά μου από το αεροδρόμιο εκείνης της χώρας. Αυτός, όμως, άργησε να έρθει, και έτσι με συνέλαβαν. Οι χωροφύλακες με χτύπησαν και με βασάνισαν τόσο άγρια ώστε έχασα τις αισθήσεις μου. Με μετέφεραν σε κάποιο νοσοκομείο και με άφησαν εκεί, πιστεύοντας ότι θα πέθαινα. Αλλά εγώ επέζησα, και αργότερα μου απαγγέλθηκαν κατηγορίες, καταδικάστηκα και φυλακίστηκα.
Όταν βγήκα από τη φυλακή, ένας φίλος μου που του είχα ζητήσει να φροντίζει το σπίτι μου είχε πουλήσει όλα μου τα πράγματα και είχε εξαφανιστεί. Για να μπορέσω να ζήσω, άρχισα αμέσως να πουλάω μαριχουάνα. Αλλά δέκα μέρες αργότερα με ξανασυνέλαβαν και έμεινα στη φυλακή τρεις μήνες. Όταν αποφυλακίστηκα, ήμουν τόσο άρρωστος ώστε βρισκόμουν και πάλι στα πρόθυρα του θανάτου. Με κάποιον τρόπο κατάφερα να επιστρέψω στο Λάγος.
Πίσω στη «Δουλειά»
Στο Λάγος συνάντησα κάποιους συνεργάτες μου, και πήγαμε στην Ινδία, όπου αγοράσαμε ηρωίνη αξίας 600.000 δολαρίων (περίπου 500.000 ευρώ). Από τη Βομβάη πήγαμε στην Ελβετία, έπειτα στην Πορτογαλία και τελικά στην Ισπανία. Κερδίσαμε όλοι μας αρκετά χρήματα και επιστρέψαμε στο Λάγος από διαφορετικούς δρόμους. Στα τέλη του 1984 πούλησα άλλο ένα φορτίο ναρκωτικά. Το όνειρό μου ήταν να κερδίσω ένα εκατομμύριο δολάρια και έπειτα να εγκατασταθώ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 1986, συγκέντρωσα όσα χρήματα είχα και αγόρασα λίγη καθαρή ηρωίνη στο Λάγος. Την πήγα σε μια άλλη χώρα, αλλά εκεί κατέληξε στα χέρια ενός άπληστου εμπόρου ο οποίος δεν με πλήρωσε ποτέ για αυτήν. Φοβούμενος για τη ζωή μου, επέστρεψα στο Λάγος χωρίς να πω τίποτα για αυτό που είχε συμβεί. Ήμουν κατεστραμμένος, τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά. Για πρώτη φορά, κάθησα και σκέφτηκα το σκοπό της ζωής. “Γιατί έχω όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα;” αναρωτήθηκα.
Επιστρέφω στον Θεό
Μια νύχτα, λίγο καιρό αργότερα, προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να με βοηθήσει. Το επόμενο πρωί κιόλας, ένας ηλικιωμένος και η σύζυγός του χτύπησαν την πόρτα μου. Ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους άκουσα με ηρεμία και πήρα ένα περιοδικό. «Οι γονείς μου είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά», εξήγησα. «Η Άλις Ομπάρα μού έκανε Γραφική μελέτη».
Ο ηλικιωμένος άντρας, ο Π. Κ. Ογκμπανέφε, απάντησε: «Γνωρίζουμε καλά το ζεύγος Ομπάρα. Υπηρετούν τώρα στο γραφείο τμήματος της Νιγηρίας, στο Λάγος». Με παρότρυναν να τους συναντήσω. Η συνάντησή μου με το ζεύγος Ομπάρα με ενθάρρυνε πολύ. Έπειτα από αυτό, ο αδελφός Ογκμπανέφε ξεκίνησε Γραφική μελέτη μαζί μου, και σύντομα άρχισα να κάνω αλλαγές στον ανήθικο τρόπο ζωής μου. Αυτό δεν ήταν εύκολο επειδή απαιτούνταν μεγάλη προσπάθεια για να υπερνικήσω τη μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών. Εντούτοις, ήμουν αποφασισμένος να καθαρίσω τη ζωή μου.
Υπήρχαν, όμως, τόσοι πειρασμοί και πιέσεις! Οι δήθεν φίλοι μου έρχονταν στο σπίτι μου και μου έκαναν δελεαστικές προτάσεις. Μάλιστα για κάποιο διάστημα, ξανακύλησα στο κάπνισμα και στην ανήθικη διαγωγή. Άνοιξα την καρδιά μου στον Θεό με προσευχή. Σύντομα κατάλαβα ότι, εφόσον οι κοσμικοί φίλοι με είχαν κάνει να ξεστρατίσω, αυτοί δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν τώρα. Συνειδητοποίησα ότι, για να προοδεύσω πνευματικά, έπρεπε να φύγω από το Λάγος. Αλλά ντρεπόμουν να επιστρέψω στο σπίτι μου στην Ιλέσα. Τελικά, όμως, έγραψα στον πατέρα μου και στο μεγαλύτερο αδελφό μου ρωτώντας τους αν μπορούσα να γυρίσω.
Ο πατέρας μου με διαβεβαίωσε ότι ήμουν ευπρόσδεκτος, και ο αδελφός μου είπε ότι θα με βοηθούσε οικονομικά. Έτσι λοιπόν, δέκα χρόνια αφότου άφησα τους γονείς μου, επέστρεψα στο σπίτι. Με υποδέχτηκαν θερμά. «Σε ευχαριστώ, Ιεχωβά!» αναφώνησε η μητέρα μου. Όταν γύρισε ο πατέρας μου εκείνο το απόγευμα, είπε: «Ο Ιεχωβά θα σε βοηθήσει». Με όλη την οικογένεια ενωμένη, προσευχήθηκε στον Ιεχωβά, ζητώντας Του να με βοηθήσει τώρα που είχα επιστρέψει για να κάνω το θέλημά Του.
Προσπαθώ να Αναπληρώσω το Χαμένο Χρόνο
Συνέχισα τη Γραφική μου μελέτη και σημείωσα ραγδαία πρόοδο. Βαφτίστηκα στις 24 Απριλίου 1988. Αμέσως έγινα πολύ δραστήριος στη διακονία. Την 1η Νοεμβρίου 1989, άρχισα να υπηρετώ ως σκαπανέας—ολοχρόνιος κήρυκας των καλών νέων. Το 1995, προσκλήθηκα να παρακολουθήσω τη δέκατη τάξη της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στη Νιγηρία. Έπειτα, τον Ιούλιο του 1998, διορίστηκα περιοδεύων επίσκοπος για να επισκέπτομαι εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Έναν χρόνο αργότερα, ευλογήθηκα με τη Ρουθ, η οποία έγινε σύζυγος και σύντροφός μου στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου.
Και άλλα μέλη της οικογένειάς μου προόδευσαν πνευματικά. Ένας από τους αδελφούς μου, ο οποίος είχε επίσης πάψει να υπηρετεί τον Ιεχωβά, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στην αληθινή λατρεία και βαφτίστηκε. Χαίρομαι που ο πατέρας μου μας είδε να επιστρέφουμε. Εκείνος υπηρετούσε χαρούμενα ως διακονικός υπηρέτης στην εκκλησία μέχρι το θάνατό του, το 1993, σε ηλικία 75 ετών. Η μητέρα μου εξακολουθεί να υπηρετεί με ζήλο τον Ιεχωβά στην Ιλέσα.
Ταξίδεψα συνολικά σε 16 χώρες στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική αναζητώντας πλούτη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μαχαίρωσα παντού τον εαυτό μου με πολλούς πόνους. (1 Τιμόθεο 6:9, 10) Όταν κοιτάζω στο παρελθόν, λυπάμαι βαθιά που σπατάλησα τόσο μεγάλο μέρος των νεανικών μου χρόνων στα ναρκωτικά και στην ανηθικότητα. Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα στον Ιεχωβά Θεό και στην οικογένειά μου. Ωστόσο, είμαι ευγνώμων που επέζησα και συνήλθα. Είμαι αποφασισμένος να παραμείνω όσιος στον Ιεχωβά και να τον υπηρετώ για πάντα.
[Υποσημείωση]
a Είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά δεν εκδίδεται πλέον.
[Εικόνα στη σελίδα 13]
Όταν ήμουν στασιαστικός έφηβος
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Τη μέρα που βαφτίστηκα
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Με τη σύζυγό μου, τη Ρουθ