Ωφελήθηκα από την Οσιότητα Αγαπημένων μου Προσώπων
Βιογραφία
Ωφελήθηκα από την Οσιότητα Αγαπημένων μου Προσώπων
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΛΙΝ ΚΟΥΚ
ΟΤΑΝ η γιαγιά μου, η Μαίρη Έλεν Τόμσον, επισκέφτηκε συγγενείς της στη Γλασκώβη της Σκωτίας το 1911, παρακολούθησε μια ομιλία του Κάρολου Τέηζ Ρώσσελ, ενός εξέχοντος μέλους των Σπουδαστών της Γραφής, οι οποίοι έγιναν αργότερα γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η γιαγιά μου εντυπωσιάστηκε από όσα άκουσε. Όταν γύρισε στη Νότια Αφρική, ήρθε σε επαφή με τους ντόπιους Σπουδαστές της Γραφής. Τον Απρίλιο του 1914, ήταν μεταξύ των 16 ατόμων που βαφτίστηκαν στην πρώτη συνέλευση των Σπουδαστών της Γραφής στη Νότια Αφρική. Η κόρη της γιαγιάς μου, η Ίντιθ, η οποία έγινε μητέρα μου, ήταν τότε έξι ετών.
Μετά το θάνατο του αδελφού Ρώσσελ το 1916, δημιουργήθηκε διχογνωμία ανάμεσα στους Σπουδαστές της Γραφής σε όλο τον κόσμο. Ο αριθμός των πιστών στο Ντέρμπαν μειώθηκε από 60 σε 12. Η άλλη μου γιαγιά, η Ίνγκεμποργκ Μέρνταλ, και ο γιος της, ο Χένρι, ένας έφηβος ο οποίος είχε βαφτιστεί πρόσφατα, τάχθηκαν στο πλευρό των οσίων. Το 1924, ο Χένρι έγινε βιβλιοπώλης διάκονος, όπως αποκαλούνταν τότε οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κήρυξε σε πολλά μέρη στο νότιο τμήμα της Αφρικής τα επόμενα πέντε χρόνια. Το 1930, ο Χένρι και η Ίντιθ παντρεύτηκαν, και ύστερα από τρία χρόνια γεννήθηκα εγώ.
Διευρυμένη Οικογένεια
Μείναμε για λίγο στη Μοζαμβίκη, αλλά το 1939 μετακομίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού Τόμσον στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ο παππούς δεν ενδιαφερόταν για τη Γραφική αλήθεια και μερικές φορές
εναντιωνόταν στη γιαγιά, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ φιλόξενος. Η αδελφή μου, η Θέλμα, γεννήθηκε το 1940 και μαζί μάθαμε να φροντίζουμε για τις ανάγκες των ηλικιωμένων. Πολλές φορές το δείπνο διαρκούσε περισσότερο καθώς συζητούσαμε τα νέα της ημέρας ή αναπολούσαμε το παρελθόν.Η οικογένειά μας απολάμβανε την παρέα των Μαρτύρων που μας επισκέπτονταν, ιδιαίτερα των ολοχρόνιων διακόνων. Συμμετείχαν στις συζητήσεις που κάναμε στο δείπνο, και οι εκφράσεις τους αύξαναν την εκτίμησή μας για την πνευματική μας κληρονομιά. Αυτό ενίσχυσε την επιθυμία τόσο της Θέλμα όσο και τη δική μου να κάνουμε σκαπανικό όπως εκείνοι.
Από πολύ τρυφερή ηλικία, διδαχτήκαμε να απολαμβάνουμε την ανάγνωση. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και η γιαγιά μου μας διάβαζαν όμορφα βιβλία με ιστορίες ή απευθείας από τη Γραφή. Οι Χριστιανικές συναθροίσεις και η διακονία αποτελούσαν τόσο αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας όπως η αναπνοή. Ο πατέρας μου ήταν ο υπηρέτης ομάδας (τώρα αποκαλείται προεδρεύων επίσκοπος) της Εκκλησίας Γιοχάνεσμπουργκ, και γι’ αυτό όλοι έπρεπε να είμαστε εγκαίρως στις συναθροίσεις. Όταν είχαμε συνέλευση, ο πατέρας μου ήταν πολυάσχολος καθώς βοηθούσε στη διοργάνωσή της, ενώ η μητέρα μου βοηθούσε στον τομέα των καταλυμάτων για τους εκπροσώπους.
Μια Ξεχωριστή Συνέλευση για Εμάς
Η συνέλευση του 1948 στο Γιοχάνεσμπουργκ ήταν ξεχωριστή. Για πρώτη φορά παρευρέθηκαν μέλη από το προσωπικό των κεντρικών γραφείων των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας μου διορίστηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του τον Νάθαν Νορ και τον Μίλτον Χένσελ κατά τη διάρκεια της παραμονής τους. Σε εκείνη τη συνέλευση βαφτίστηκα.
Λίγο αργότερα, προς έκπληξη του πατέρα μου, ο πατέρας του τού είπε ότι μετάνιωσε βαθιά για το ότι, μετά το θάνατο του αδελφού Ρώσσελ, είχε επιτρέψει στον εαυτό του να επηρεαστεί από εκείνους που εγκατέλειψαν τους Σπουδαστές της Γραφής. Πέθανε έπειτα από μερικούς μήνες. Η γιαγιά Μέρνταλ, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε όσια ωσότου τελείωσε την επίγεια πορεία της το 1955.
Γεγονότα που Διαμόρφωσαν τη Ζωή Μου
Ξεκίνησα την υπηρεσία τακτικού σκαπανέα την 1η Φεβρουαρίου 1949. Σύντομα ο ενθουσιασμός άρχισε να αυξάνεται με την ανακοίνωση ότι το επόμενο έτος θα διεξαγόταν μια διεθνής συνέλευση στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Λαχταρούσαμε να πάμε, αλλά ήταν πέρα από τις δυνατότητές μας. Κατόπιν, το Φεβρουάριο του 1950, πέθανε ο παππούς Τόμσον, και η γιαγιά έδωσε τα χρήματα που κληρονόμησε για να πληρώσει τα εισιτήρια και για τους πέντε μας.
Μερικές εβδομάδες πριν από την αναχώρησή μας, έφτασε μια επιστολή από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ήταν μια πρόσκληση για να παρακολουθήσω τη 16η τάξη της
ιεραποστολικής σχολής Γαλαάδ. Πόσο συναρπαστικό ήταν αυτό, εφόσον δεν είχα κλείσει καν τα 17! Όταν άρχισαν τα μαθήματα, ήμουν μεταξύ των δέκα σπουδαστών από τη Νότια Αφρική οι οποίοι απολάμβαναν αυτό το μεγάλο προνόμιο.Μετά την αποφοίτησή μας το Φεβρουάριο του 1951, οχτώ από εμάς επιστρέψαμε για να υπηρετήσουμε ως ιεραπόστολοι στη Νότια Αφρική. Τα επόμενα λίγα χρόνια, η συνεργάτιδά μου και εγώ κηρύτταμε κυρίως σε κωμοπόλεις όπου μιλιούνταν η αφρικάανς. Στην αρχή δεν μιλούσα με ευχέρεια αυτή τη γλώσσα, και θυμάμαι κάποια μέρα που πήγα με το ποδήλατο στο σπίτι κλαίγοντας για την αναποτελεσματικότητά μου στη διακονία. Ωστόσο, με τον καιρό βελτιώθηκα και ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές μου.
Γάμος και Έργο Περιοδεύοντα Επισκόπου
Το 1955 γνώρισα τον Τζον Κουκ. Αυτός είχε συμβάλει στη διάνοιξη του έργου κηρύγματος στη Γαλλία, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία πριν και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε γίνει ιεραπόστολος στην Αφρική το έτος που τον γνώρισα. Αργότερα έγραψε: «Είχα τρεις εκπλήξεις, όλες μέσα σε μια εβδομάδα . . . Ένας πολύ γενναιόδωρος αδελφός μού εδώρησε ένα μικρό αυτοκίνητο· διωρίσθηκα υπηρέτης περιφερείας· κι αγάπησα μια χαριτωμένη ιεραπόστολο». a Παντρευτήκαμε το Δεκέμβριο του 1957.
Κατά τη διάρκεια της στενής γνωριμίας μας, ο Τζον με είχε διαβεβαιώσει ότι η ζωή μαζί του δεν θα ήταν ανιαρή ούτε για μια στιγμή, και είχε δίκιο. Επισκεπτόμασταν εκκλησίες σε όλη τη Νότια Αφρική, κυρίως σε περιοχές μαύρων. Κάθε εβδομάδα, αντιμετωπίζαμε τη δυσκολία της απόκτησης άδειας απλώς και μόνο για να μπούμε σε τέτοιες περιοχές, πόσο μάλλον για να διανυκτερεύσουμε εκεί. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κοιμόμασταν στο πάτωμα κάποιου άδειου καταστήματος σε γειτονικές περιοχές λευκών, όπου προσπαθούσαμε να μη μας δουν οι περαστικοί. Τις περισσότερες φορές χρειαζόταν να μείνουμε στο πλησιέστερο σπίτι λευκών Μαρτύρων, οι οποίοι ζούσαν συνήθως πολλά χιλιόμετρα μακριά.
Μια άλλη δυσκολία που επίσης αντιμετωπίσαμε ήταν οι υποτυπώδεις εγκαταστάσεις που στήνονταν στο ύπαιθρο για τη διεξαγωγή συνελεύσεων. Προβάλλαμε ταινίες που είχαν παραγάγει
οι Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίες βοηθούσαν τους ανθρώπους να εκτιμήσουν την παγκόσμια αδελφότητά μας. Χρησιμοποιούσαμε δική μας γεννήτρια, εφόσον δεν υπήρχε συνήθως ηλεκτρικό ρεύμα σε εκείνες τις περιοχές. Αντιμετωπίσαμε επίσης προβλήματα στα βρετανικά προτεκτοράτα όπου τα έντυπά μας ήταν τότε απαγορευμένα, καθώς και την πρόκληση του να μάθουμε τη γλώσσα ζουλού. Εντούτοις, χαιρόμασταν που μπορούσαμε να υπηρετούμε τους αδελφούς μας.Τον Αύγουστο του 1961, ο Τζον έγινε ο πρώτος εκπαιδευτής στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας που διεξάχθηκε για τέσσερις εβδομάδες στη Νότια Αφρική, η οποία σχεδιάστηκε ώστε να βοηθήσει τους επισκόπους των εκκλησιών. Ήταν επιδέξιος στην τέχνη της διδασκαλίας και άγγιζε καρδιές με την απλή λογική του και τις ζωντανές λεκτικές εικόνες του. Επί ενάμιση χρόνο σχεδόν, ταξιδεύαμε από το ένα μέρος στο άλλο για τη διεξαγωγή διαδοχικών αγγλόφωνων τάξεων. Ενόσω ο Τζον δίδασκε, εγώ συμμετείχα στη διακονία αγρού με ντόπιους Μάρτυρες. Κατόπιν, προς έκπληξή μας, λάβαμε μια επιστολή που μας προσκαλούσε να υπηρετήσουμε στο γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ, αρχίζοντας από την 1η Ιουλίου 1964.
Εκείνον τον καιρό, όμως, η υγεία του Τζον είχε αρχίσει να μας προβληματίζει. Το 1948 έπαθε φυματίωση για κάποια περίοδο και μετά υπέφερε συχνά από γενική έλλειψη αντοχής. Είχε συμπτώματα όμοια με της γρίπης και έμενε στο κρεβάτι για μέρες—δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ούτε να δει κανέναν. Κάποιος γιατρός τον οποίο είχαμε συμβουλευτεί λίγο προτού κληθούμε στο γραφείο τμήματος διέγνωσε ότι ο Τζον έπασχε από κατάθλιψη.
Μας ήταν αδιανόητο να αλλάξουμε το ρυθμό της ζωής μας, όπως εισηγήθηκε ο γιατρός. Στο γραφείο τμήματος, ο Τζον διορίστηκε στο Τμήμα Υπηρεσίας και εγώ στο διορθωτικό τμήμα. Και τι ευλογία ήταν να έχουμε το δικό μας δωμάτιο! Ο Τζον είχε υπηρετήσει σε πορτογαλικούς τομείς πριν από το γάμο μας, και γι’ αυτό το 1967 μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε τη μοναδική οικογένεια ντόπιων Πορτογάλων Μαρτύρων να κηρύξουν στη μεγάλη πορτογαλική κοινότητα μέσα και γύρω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μάθω μια ακόμη γλώσσα.
Εφόσον η πορτογαλική κοινότητα ήταν διασκορπισμένη σε μια μεγάλη περιοχή, ταξιδεύαμε πολύ—μερικές φορές έως και 300 χιλιόμετρα για να φτάσουμε στους αξίους. Εκείνον τον καιρό άρχισαν να μας επισκέπτονται πορτογαλόφωνοι Μάρτυρες από τη Μοζαμβίκη σε περιόδους συνελεύσεων, κάτι που βοήθησε πολύ τα καινούρια άτομα. Τα 11 χρόνια που ήμασταν μαζί με τους Πορτογάλους, είδαμε το μικρό μας όμιλο των 30 περίπου ατόμων να αυξάνεται σε τέσσερις εκκλησίες.
Αλλαγές στο Σπίτι
Στο μεταξύ, είχαν συμβεί αλλαγές στο σπίτι των γονέων μου. Το 1960, η αδελφή μου η Θέλμα παντρεύτηκε τον Τζον Ούρμπαν, έναν σκαπανέα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1965 παρακολούθησαν την 40ή τάξη της Γαλαάδ και υπηρέτησαν όσια ως ιεραπόστολοι στη Βραζιλία 25 χρόνια. Το 1990 επέστρεψαν στο Οχάιο για να φροντίσουν τους ασθενείς γονείς του Τζον. Παρά τις πιέσεις που περιλαμβάνονται στην παροχή φροντίδας σε ασθενείς, συνεχίζουν την ολοχρόνια διακονία μέχρι σήμερα.
Η γιαγιά Τόμσον τελείωσε την επίγεια πορεία της το 1965, παραμένοντας πιστή στον Θεό σε ηλικία 98 ετών. Ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε εκείνο το έτος. Έτσι λοιπόν, όταν ζητήθηκε από τον Τζον και από εμένα να βοηθήσουμε στον τοπικό πορτογαλικό αγρό, ο πατέρας μου και η μητέρα μου προθυμοποιήθηκαν να συμμετάσχουν και αυτοί. Αποτελούσαν σταθεροποιητική επιρροή για τον όμιλο, και έπειτα από μερικούς μήνες σχηματίστηκε η πρώτη εκκλησία. Λίγο αργότερα, η μητέρα μου άρχισε να υφίσταται τις συνέπειες του καρκίνου, εξαιτίας του οποίου πέθανε το 1971. Ο πατέρας μου πέθανε έπειτα από εφτά χρόνια.
Αντιμετώπιση της Ασθένειας του Τζον
Τη δεκαετία του 1970 φάνηκε καθαρά ότι η υγεία του Τζον δεν βελτιωνόταν. Σιγά σιγά, χρειαζόταν να εγκαταλείπει μερικά από τα αγαπημένα του προνόμια υπηρεσίας, όπως ήταν η διεξαγωγή της εβδομαδιαίας Μελέτης Σκοπιάς και των πρωινών Γραφικών συζητήσεων της οικογένειας Μπέθελ. Άλλαξε διορισμό εργασίας
και από το Τμήμα Υπηρεσίας πήγε στο Τμήμα Αλληλογραφίας και κατόπιν εργαζόταν στον κήπο.Το μαχητικό πνεύμα του Τζον τον δυσκόλευε να κάνει αλλαγές. Όταν προσπαθούσα επίμονα να τον κάνω να επιβραδύνει, εκείνος για να με πειράξει έλεγε ότι ήμουν οι «χειροπέδες» του—και στη συνέχεια συνήθως με αγκάλιαζε στοργικά. Τελικά θεωρήσαμε φρόνιμο να φύγουμε από τον πορτογαλικό αγρό και να υπηρετούμε στην εκκλησία η οποία συναθροιζόταν στην Αίθουσα Βασιλείας του γραφείου τμήματος.
Καθώς επιδεινωνόταν η υγεία του Τζον, ήταν συγκινητικό να παρατηρώ τη στενή του σχέση με τον Ιεχωβά. Όταν ο Τζον ξυπνούσε μέσα στη νύχτα σε κατάσταση βαθιάς κατάθλιψης, συζητούσαμε μέχρι που ηρεμούσε αρκετά ώστε να προσευχηθεί στον Ιεχωβά για βοήθεια. Τελικά, κατάφερνε να ξεπερνάει μόνος του εκείνες τις άσχημες στιγμές πιέζοντας τον εαυτό του να επαναλαμβάνει αργά αργά τα εδάφια Φιλιππησίους 4:6, 7: «Μην ανησυχείτε για τίποτα . . .». Κατόπιν ένιωθε αρκετά ήρεμος ώστε να αρχίσει να προσεύχεται. Πολλές φορές ήμουν ξύπνια και παρατηρούσα σιωπηλή τα χείλη του να κινούνται καθώς συνέχιζε να εκλιπαρεί ένθερμα τον Ιεχωβά.
Εφόσον ο χώρος στις εγκαταστάσεις του γραφείου τμήματός μας ήταν πια πολύ περιορισμένος, ξεκίνησε η οικοδόμηση ενός μεγάλου καινούριου γραφείου τμήματος έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Ο Τζον και εγώ επισκεπτόμασταν τακτικά αυτόν το γαλήνιο χώρο, μακριά από το θόρυβο και τη μόλυνση της πόλης. Ο Τζον βοηθήθηκε πάρα πολύ όταν μας επιτράπηκε να μετακομίσουμε σε προσωρινά καταλύματα που υπήρχαν εκεί μέχρις ότου αποπερατώθηκε το νέο γραφείο τμήματος.
Καινούριες Δυσκολίες
Καθώς εξασθενούσαν περισσότερο οι ικανότητες σκέψης και λογίκευσης του Τζον, η εκπλήρωση των διορισμών του εργασίας γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Με συγκινούσε βαθιά ο τρόπος με τον οποίο οι άλλοι υποστήριζαν τον Τζον στις προσπάθειές του. Παραδείγματος χάρη, όταν κάποιος αδελφός επισκεπτόταν μια δημόσια βιβλιοθήκη για να κάνει έρευνα, έπαιρνε μαζί του και τον Τζον. Ο Τζον γέμιζε τις τσέπες του με φυλλάδια και περιοδικά για την έξοδο της ημέρας. Αυτό τον βοηθούσε να διατηρεί ένα αίσθημα ικανοποίησης και αξίας.
Τελικά, εξαιτίας της νόσου του Αλτσχάιμερ ο Τζον δεν μπορούσε να κατανοεί το γραπτό λόγο. Ήμασταν ευγνώμονες για τις κασέτες των Γραφικών εντύπων και των ύμνων της Βασιλείας. Τις ακούγαμε ξανά και ξανά. Συνήθως, ο Τζον ταραζόταν αν δεν καθόμουν να τις ακούσω μαζί του, και γι’ αυτό εκείνες τις πολλές ώρες κρατούσα τον εαυτό μου απασχολημένο με το πλέξιμο. Ως εκ τούτου, εξασφαλίσαμε αρκετά πουλόβερ και σκεπάσματα!
Με τον καιρό, η κατάσταση του Τζον απαιτούσε να του παρέχω περισσότερη φροντίδα. Μολονότι ήμουν συνήθως πολύ κουρασμένη για να διαβάσω ή να μελετήσω, αποτελούσε προνόμιό μου να τον φροντίζω ως το τέλος. Αυτό το τέλος ήρθε το 1998 όταν ο Τζον πέθανε ήσυχα στα χέρια μου λίγο καιρό αφότου έκλεισε τα 85—ακλόνητα όσιος μέχρι την τελευταία στιγμή. Πόσο αποβλέπω να τον δω στην ανάσταση, με αποκαταστημένη υγεία και διάνοια!
Λαβαίνω Αναζωογόνηση
Μετά το θάνατο του Τζον, δεν μου ήταν εύκολο να μάθω να ζω μόνη μου. Γι’ αυτό, το Μάιο του 1999 επισκέφτηκα την αδελφή μου, τη Θέλμα, και το σύζυγό της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πόσο ευχάριστο και αναζωογονητικό ήταν να συναντήσω δεκάδες όσιους, αγαπητούς φίλους, ιδιαίτερα όταν επισκεφτήκαμε τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη! Ήταν αναμφισβήτητα η πνευματική ώθηση που χρειαζόμουν.
Όταν αναπολώ τη ζωή των όσιων αγαπημένων μου προσώπων, θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα που με έχουν ωφελήσει. Με τη διδασκαλία τους, το παράδειγμά τους και τη βοήθειά τους, έμαθα να πλαταίνω την αγάπη μου για ανθρώπους από άλλες εθνικότητες και φυλές. Έμαθα την υπομονή, την εγκαρτέρηση και την προσαρμοστικότητα. Πάνω από όλα, γεύτηκα τη φιλευσπλαχνία του Ιεχωβά, Εκείνου που ακούει προσευχή. Συμμερίζομαι πλήρως τα αισθήματα του ψαλμωδού, ο οποίος έγραψε: «Ευτυχισμένος είναι εκείνος τον οποίο εκλέγεις και φέρνεις κοντά για να κατοικεί στις αυλές σου. Σίγουρα θα χορτάσουμε από τα αγαθά του οίκου σου».—Ψαλμός 65:4.
[Υποσημείωση]
a Βλέπε Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1960, σελίδες 400-404.
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Η γιαγιά μου με τις κόρες της
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Με τους γονείς μου όταν βαφτίστηκα το 1948
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Με τον Άλμπερτ Σρόντερ, το γραμματέα της Γαλαάδ, και τους άλλους εννιά σπουδαστές από τη Νότια Αφρική
[Εικόνα στη σελίδα 10]
Με τον Τζον το 1984