Η Αρχαία Σφηνοειδής Γραφή και η Βίβλος
Η Αρχαία Σφηνοειδής Γραφή και η Βίβλος
ΜΕΤΑ τη σύγχυση που υπέστη η γλώσσα της ανθρωπότητας στη Βαβέλ, αναπτύχθηκαν διάφορα συστήματα γραφής. Οι άνθρωποι που ζούσαν στη Μεσοποταμία, όπως οι Σουμέριοι και οι Βαβυλώνιοι, χρησιμοποιούσαν τη σφηνοειδή γραφή. Ο όρος σφηνοειδής γραφή παραπέμπει στο τριγωνικό αποτύπωμα που άφηνε η γραφίδα πάνω στο νωπό πηλό.
Οι αρχαιολόγοι έχουν φέρει στο φως κείμενα σφηνοειδούς γραφής τα οποία αναφέρουν ανθρώπους και γεγονότα που μνημονεύονται στις Γραφές. Τι γνωρίζουμε για αυτό το αρχαίο σύστημα γραφής; Και πώς μαρτυρούν αυτά τα κείμενα την αξιοπιστία της Βίβλου;
Αρχεία που Άντεξαν στο Χρόνο
Οι μελετητές πιστεύουν ότι αρχικά το σύστημα γραφής που χρησιμοποιούνταν στη Μεσοποταμία ήταν πικτογραφικό, δηλαδή ένα σύμβολο ή μια εικόνα αντιπροσώπευε μια λέξη ή μια ιδέα. Παραδείγματος χάρη, το σύμβολο που αντιπροσώπευε τη λέξη «βόδι» αρχικά έμοιαζε με κεφάλι βοδιού. Καθώς μεγάλωνε η ανάγκη για τήρηση αρχείων, αναπτύχθηκε η σφηνοειδής γραφή. «Τα σύμβολα μπορούσαν τώρα να αποδίδουν, όχι μόνο λέξεις, αλλά και συλλαβές, δηλαδή διάφορα σύμβολα μπορούσαν να συνδυαστούν για να αποδώσουν τις συλλαβές μιας λέξης», εξηγεί η Βίβλος Αρχαιολογικής Μελέτης της Νέας Διεθνούς Μετάφρασης (NIV Archaeological Study Bible). Τελικά, περίπου 200 διαφορετικά σύμβολα επέτρεψαν στη σφηνοειδή γραφή να «αποτυπώνει αποτελεσματικά τον προφορικό λόγο, με όλες τις πολυπλοκότητες του λεξιλογίου και της γραμματικής».
Την εποχή του Αβραάμ, γύρω στο 2000 Π.Κ.Χ., η σφηνοειδής γραφή είχε εξελιχθεί πολύ. Τους επόμενους 20 αιώνες, περίπου 15 γλώσσες υιοθέτησαν αυτό το σύστημα γραφής. Πάνω από το 99 τοις εκατό των κειμένων σφηνοειδούς γραφής που έχουν βρεθεί ήταν γραμμένα σε πήλινες πινακίδες. Τα τελευταία 150 χρόνια, τεράστιοι αριθμοί τέτοιων πινακίδων έχουν βρεθεί στην Ουρ, στην Ουρούκ, στη Βαβυλώνα, στη Νιμρούντ, στη Νιπούρ, στην Ασσούρ, στη Νινευή, στη Μάρι, στην Έμπλα, στην Ουγκαρίτ και στην Αμάρνα. Το περιοδικό Αρχαιολογική Οδύσσεια (Archaeology Odyssey) δηλώνει: «Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι περίπου ένα με δύο εκατομμύρια πινακίδες σφηνοειδούς γραφής έχουν ήδη εκσκαφθεί, και άλλες σχεδόν 25.000 ανακαλύπτονται κάθε χρόνο».
Οι μελετητές της σφηνοειδούς γραφής ανά τον κόσμο έχουν αναλάβει το τεράστιο έργο της μετάφρασης. Σύμφωνα με κάποιον υπολογισμό, «μόνο το 1/10 περίπου των σωζόμενων κειμένων σφηνοειδούς γραφής έχουν διαβαστεί έστω και μία φορά στους σύγχρονους καιρούς».
Η ανακάλυψη δίγλωσσων και τρίγλωσσων κειμένων σφηνοειδούς γραφής ήταν το κλειδί για την αποκρυπτογράφησή της. Οι μελετητές διέκριναν ότι αυτά τα έγγραφα περιείχαν τα ίδια κείμενα σε διαφορετικές γλώσσες, όλα γραμμένα σε σφηνοειδή γραφή. Εκείνο που βοήθησε στη διαδικασία της αποκρυπτογράφησης ήταν η διαπίστωση πως τα ονόματα, οι τίτλοι, οι γενεαλογίες των αρχόντων, ακόμη δε και οι εκφράσεις αυτοεπαίνου επαναλαμβάνονταν συχνά.
Τη δεκαετία του 1850, οι μελετητές ήταν πλέον σε θέση να διαβάζουν τη διεθνή γλώσσα των συναλλαγών της αρχαίας Μέσης Ανατολής, την ακκαδική, ή αλλιώς ασσυροβαβυλωνιακή γλώσσα, σε σφηνοειδή γραφή. Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (Encyclopædia Britannica) εξηγεί: «Όταν η ακκαδική αποκρυπτογραφήθηκε, έγινε κατανοητή η ίδια η ουσία αυτού του συστήματος γραφής, και το πρότυπο αυτό χρησιμοποιήθηκε για την ερμηνεία των άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούσαν σφηνοειδή γραφή». Πώς σχετίζονται αυτά τα συγγράμματα με τις Γραφές;
Η Μαρτυρία που Συμφωνεί με την Αγία Γραφή
Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι Χαναναίοι βασιλιάδες κυβερνούσαν την Ιερουσαλήμ μέχρις ότου την κατέκτησε ο Δαβίδ, γύρω στο 1070 Π.Κ.Χ. (Ιησ. Ναυή 10:1· 2 Σαμ. 5:4-9) Αλλά μερικοί λόγιοι το αμφισβητούσαν αυτό. Εντούτοις, το 1887 κάποια ντόπια γυναίκα βρήκε μια πήλινη πινακίδα στην Αμάρνα της Αιγύπτου. Τα περίπου 380 κείμενα που ανακαλύφτηκαν τελικά εκεί αποδείχτηκε ότι ήταν διπλωματική αλληλογραφία μεταξύ των ηγεμόνων της Αιγύπτου (Αμενχοτέπ Γ΄ και Ακενατόν) και των Χαναανιτικών βασιλείων. Έξι επιστολές προέρχονταν από τον Άμπντι-Χέμπα, τον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ.
Το περιοδικό Επιθεώρηση Βιβλικής Αρχαιολογίας (Biblical Archaeology Review) δηλώνει: «Το γεγονός ότι οι πινακίδες της Αμάρνα αναφέρονται στην Ιερουσαλήμ ως πόλη, και όχι ως κτήμα, καθώς και στον Άμπντι-Χέμπα ως . . . κυβερνήτη ο οποίος είχε κατοικία και 50 Αιγύπτιους στρατιώτες ως φρουρά στην Ιερουσαλήμ, υποδηλώνει ότι η Ιερουσαλήμ ήταν ένα μικρό ορεινό βασίλειο». Το ίδιο περιοδικό δήλωσε αργότερα: «Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, με βάση τις επιστολές της Αμάρνα, ότι εκείνον τον καιρό υπήρχε μια πόλη που ήταν σημαντική για την εποχή της».
Ονόματα στα Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Κείμενα
Οι Ασσύριοι, και αργότερα οι Βαβυλώνιοι, έγραφαν την ιστορία τους σε πήλινες πινακίδες καθώς και σε κυλίνδρους, πρίσματα και μνημεία. Γι’ αυτό, όταν οι μελετητές αποκρυπτογράφησαν την ακκαδική σφηνοειδή γραφή, διαπίστωσαν ότι τα κείμενα έκαναν λόγο για ανθρώπους οι οποίοι μνημονεύονταν επίσης στην Αγία Γραφή.
Το βιβλίο Η Αγία Γραφή στο Βρετανικό Μουσείο (The Bible in the British Museum) λέει: «Σε διάλεξή του το 1870 προς τη νεοϊδρυθείσα Εταιρία της Βιβλικής Αρχαιολογίας, ο Δρ Σάμιουελ Μπερτς κατάφερε να ταυτοποιήσει [σε κείμενα σφηνοειδούς γραφής] τα ονόματα των Εβραίων βασιλιάδων Αμρί, Αχαάβ, Ιηού, Αζαρία . . . , Μεναήμ, Φεκά, Ωσιέ, Εζεκία και Μανασσή, των Ασσύριων βασιλιάδων Θεγλάθ-φελασάρ . . . [Γ΄], Σαργών, Σενναχειρείμ, Εσαραδδών και Ασσουρμπανιπάλ . . . και των Σύριων Βεν-αδάδ, Αζαήλ και Ρεζίν».
Το βιβλίο Η Αγία Γραφή και η Χρονολόγηση με Ραδιοάνθρακα (The Bible and Radiocarbon Dating) αντιπαραβάλλει την ιστορία της Αγίας Γραφής για τον Ισραήλ και τον Ιούδα με αρχαία κείμενα σφηνοειδούς γραφής. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «Σε ξένες πηγές εμφανίζονται συνολικά 15 με 16 βασιλιάδες του Ιούδα και του Ισραήλ, ενώ οι αναφορές στα ονόματά τους και στην εποχή τους βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με [το Γραφικό βιβλίο] των Βασιλέων. Καμία από τις αναφορές που γίνονται σε βασιλιάδες δεν είναι άτοπη, ούτε περιέχεται στις ξένες πηγές το όνομα κάποιου βασιλιά που δεν μας είναι γνωστός από το βιβλίο των Βασιλέων».
Μια πασίγνωστη επιγραφή σε σφηνοειδή γραφή που βρέθηκε το 1879, ο Κύλινδρος του Κύρου, λέει ότι, αφού ο Κύρος κατέλαβε τη Βαβυλώνα το 539 Π.Κ.Χ., εφάρμοσε την πολιτική του επαναπατρισμού των αιχμαλώτων. Μεταξύ εκείνων που ωφελήθηκαν ήταν οι Ιουδαίοι. (Έσδρ. 1:1-4) Πολλοί μελετητές του 19ου αιώνα είχαν αμφισβητήσει την αυθεντικότητα του διατάγματος το οποίο παρατίθεται στην Αγία Γραφή. Ωστόσο, κείμενα σφηνοειδούς γραφής από την περσική περίοδο, περιλαμβανομένου και του Κυλίνδρου του Κύρου, παρέχουν πειστικές αποδείξεις για το ότι το Βιβλικό υπόμνημα είναι ακριβές.
Το 1883 βρέθηκε ένα αρχείο με 700 και πλέον κείμενα σφηνοειδούς γραφής στη Νιπούρ, κοντά στη Βαβυλώνα. Ανάμεσα στα 2.500 ονόματα που μνημονεύονται, περίπου 70 μπορούν να χαρακτηριστούν Ιουδαϊκά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Έντουιν Γιαμαούτσι, πρόκειται για άτομα που παρουσιάζονται «ως συμβαλλόμενα μέρη, αντιπρόσωποι, μάρτυρες, φοροσυλλέκτες και βασιλικοί αξιωματούχοι». Τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι Ιουδαίοι συνέχισαν να ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες κοντά στη Βαβυλώνα τη συγκεκριμένη περίοδο είναι αξιοσημείωτα. Τεκμηριώνουν την προφητική δήλωση της Γραφής σύμφωνα με την οποία ένα «υπόλοιπο» από τους Ισραηλίτες που είχαν εξοριστεί στην Ασσυρία και στη Βαβυλώνα θα επέστρεφαν στην Ιουδαία, ενώ πολλοί δεν θα επέστρεφαν.—Ησ. 10:21, 22.
Στη διάρκεια της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ., η σφηνοειδής γραφή συνυπήρχε με την αλφαβητική γραφή. Αλλά οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι εγκατέλειψαν τελικά τη σφηνοειδή γραφή χάριν της αλφαβητικής.
Απομένουν να μελετηθούν εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη πινακίδες οι οποίες φυλάσσονται σε μουσεία. Όσες έχουν ήδη αποκρυπτογραφηθεί από τους ειδικούς παρέχουν εύγλωττη μαρτυρία για την αξιοπιστία της Αγίας Γραφής. Ποιος ξέρει τι επιπρόσθετη μαρτυρία πρόκειται να δώσουν τα κείμενα που δεν έχουν μελετηθεί ακόμη;
[Ευχαριστίες για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 21]
Photograph taken by courtesy of the British Museum