Γιατί Μπορείτε να Εμπιστεύεστε τα Βιβλικά Ευαγγέλια
«Γνωρίζουν φοβερή επιτυχία. Έχουν εμπνεύσει ταινίες που κόστισαν εκατομμύρια . . . και βιβλία που έγιναν μπεστ σέλερ . . . Τα έχουν υιοθετήσει Χριστιανικές αιρέσεις. Έχουν γεννήσει θρησκείες και θεωρίες συνωμοσίας».—ΣΟΥΠΕΡ ΙΝΤΕΡΕΣΑΝΤΕ (SUPER INTERESSANTE), ΕΙΔΗΣΕΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ.
ΠΡΟΣ τι τόσος ενθουσιασμός; Το περιοδικό σχολίαζε τη μεγάλη αίσθηση και τα παρεπόμενα που προκάλεσε πρόσφατα μια συλλογή ψευδεπίγραφων ευαγγελίων, επιστολών και αποκαλύψεων, η οποία ανακαλύφτηκε στα μέσα του 20ού αιώνα στο Ναγκ Χαμαντί και σε άλλα σημεία της Αιγύπτου. Αυτά και άλλα έγγραφα του ίδιου είδους φέρουν το γενικό χαρακτηρισμό «γνωστικά» ή «απόκρυφα» συγγράμματα. a
Υπήρξε Συνωμοσία;
Σε μια εποχή κατά την οποία επικρατεί γενικά κυνισμός όσον αφορά την Αγία Γραφή και τις καθιερωμένες θρησκείες, τα γνωστικά ή απόκρυφα συγγράμματα φαίνεται ότι έχουν εξάψει την περιέργεια κάποιων. Αυτά τα συγγράμματα έχουν επηρεάσει δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν πολλοί τις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού και της ίδιας της Χριστιανοσύνης. Κάποιο περιοδικό δήλωσε: «Το Ευαγγέλιο του Θωμά και άλλα απόκρυφα [έργα] μιλούν στην καρδιά όλο και περισσοτέρων στη σύγχρονη εποχή—εκείνων που διψούν για πνευματικότητα, αλλά δεν εμπιστεύονται τη θρησκεία». Υπολογίζεται ότι, στη Βραζιλία και μόνο, «τουλάχιστον 30 ομάδες βασίζουν τις δοξασίες τους στα Απόκρυφα».
Η ανακάλυψη αυτών των εγγράφων έχει κάνει δημοφιλή τη θεωρία ότι τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. η Καθολική Εκκλησία συνωμότησε προκειμένου να συγκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τον Ιησού, ότι ορισμένες αφηγήσεις της ζωής του, τις οποίες παρουσιάζουν τα απόκρυφα συγγράμματα, αποσιωπήθηκαν και ότι τα
τέσσερα Ευαγγέλια που υπάρχουν στις σύγχρονες Γραφές παραποιήθηκαν. Η Ιλέιν Πέιτζελς, καθηγήτρια θρησκειολογίας, έθεσε το ζήτημα ως εξής: «Τώρα αρχίζουμε να διακρίνουμε ότι αυτό που αποκαλούμε Χριστιανοσύνη—και προσδιορίζουμε ως Χριστιανική παράδοση—αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μόνο μια μικρή συλλογή από συγκεκριμένες πηγές, οι οποίες επιλέχθηκαν ανάμεσα από δεκάδες άλλες».Κατά τη γνώμη λογίων όπως η Πέιτζελς, η Αγία Γραφή δεν είναι η μοναδική πηγή της Χριστιανικής πίστης—υπάρχουν και άλλες, όπως τα απόκρυφα συγγράμματα. Για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα του BBC, με τίτλο Βιβλικά Μυστήρια, «Η Πραγματική Μαρία Μαγδαληνή» (Bible Mysteries, “The Real Mary Magdalene”), επισήμανε ότι τα απόκρυφα συγγράμματα παρουσιάζουν τη Μαρία τη Μαγδαληνή ως «άτομο που διδάσκει τους άλλους μαθητές και τους παρέχει πνευματική καθοδήγηση. Δεν είναι σαν τους άλλους μαθητές. Ενεργεί ως απόστολος στους αποστόλους». Σχολιάζοντας τον υποτιθέμενο ρόλο της, ο Χουάν Άριας γράφει στην εφημερίδα Ο Εστάντο ντε Σ. Πάολο (O Estado de S. Paulo) της Βραζιλίας: «Σήμερα, τα πάντα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτοχριστιανικό κίνημα, το οποίο θεμελίωσε ο Ιησούς, ήταν βαθιά “φεμινιστικό”, εφόσον οι πρώτες κατ’ οίκον εκκλησίες ήταν σπίτια γυναικών, όπου αυτές υπηρετούσαν επίσημα εκτελώντας χρέη ιερέα και επισκόπου».
Για πολλούς, οι απόκρυφες πηγές φαίνεται ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από τη Βιβλική πηγή. Αυτή η προτίμηση, όμως, εγείρει ορισμένα σημαντικά ερωτήματα: Αποτελούν τα απόκρυφα συγγράμματα έγκυρη πηγή της Χριστιανικής πίστης; Όταν αυτά αντικρούουν σαφείς Βιβλικές διδασκαλίες, ποια πηγή πρέπει να πιστέψουμε—τη Γραφή ή τα απόκρυφα βιβλία; Υπήρξε πράγματι συνωμοσία τον τέταρτο αιώνα προκειμένου να αποσιωπηθούν αυτά τα βιβλία και να παραποιηθούν τα τέσσερα Ευαγγέλια ώστε να απαλειφθούν σημαντικές πληροφορίες για τον Ιησού, τη Μαρία τη Μαγδαληνή και άλλους; Για απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, ας εξετάσουμε ένα από τα τέσσερα Βιβλικά Ευαγγέλια, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη.
Αποδείξεις από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη
Στις αρχές του 20ού αιώνα, βρέθηκε στην Αίγυπτο ένα πολύτιμο σπάραγμα του Ευαγγελίου του Ιωάννη, το οποίο είναι τώρα γνωστό ως Πάπυρος Ράιλαντς 457 (P52). Περιέχει μια περικοπή η οποία, στις σύγχρονες Γραφές, αντιστοιχεί στα εδάφια Ιωάννης 18:31-33, 37, 38. Αυτός ο πάπυρος φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη Τζον Ράιλαντς, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο σπάραγμα χειρογράφου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι γράφτηκε γύρω στο 125 Κ.Χ., μόλις ένα τέταρτο του αιώνα περίπου μετά το θάνατο του Ιωάννη. Είναι εκπληκτικό ότι το κείμενο του σπαράγματος συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με τα περιεχόμενα μεταγενέστερων χειρογράφων. Το γεγονός ότι ένα τόσο παλαιό αντίγραφο του Ευαγγελίου του Ιωάννη κυκλοφορούσε ήδη στην Αίγυπτο, όπου ανακαλύφτηκε το σπάραγμα, ενισχύει το συμπέρασμα ότι τα καλά νέα κατά τον Ιωάννη όντως καταγράφηκαν τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., και μάλιστα από τον ίδιο τον Ιωάννη, όπως δείχνει η Γραφή. Επομένως, το βιβλίο του Ιωάννη είναι έργο αυτόπτη μάρτυρα.
Τουναντίον, όλα τα απόκρυφα συγγράμματα χρονολογούνται από το δεύτερο αιώνα και έπειτα, εκατό και πλέον χρόνια αφότου συνέβησαν τα γεγονότα που περιγράφουν. Μερικοί ειδικοί προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι τα Απόκρυφα βασίζονται σε προγενέστερα συγγράμματα ή παραδόσεις, αλλά αυτό δεν αποδεικνύεται. b
Προκύπτει, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα: Σε τι θα δίνατε μεγαλύτερη βάση—στα λεγόμενα αυτοπτών μαρτύρων ή στα λεγόμενα ανθρώπων που έζησαν εκατό χρόνια μετά το συμβάν; Η απάντηση είναι προφανής.Ο Πάπυρος Ράιλαντς 457 (P52), σπάραγμα του Ευαγγελίου του Ιωάννη χρονολογούμενο από το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., που γράφτηκε μόλις λίγες δεκαετίες μετά το πρωτότυπο
Τι θα λεχθεί για τον ισχυρισμό ότι τα Βιβλικά Ευαγγέλια παραποιήθηκαν προκειμένου να αποσιωπηθούν ορισμένες αφηγήσεις της ζωής του Ιησού; Υπάρχουν άραγε αποδείξεις ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, για παράδειγμα, παραποιήθηκε τον τέταρτο αιώνα προκειμένου να διαστρεβλωθούν τα γεγονότα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να θυμόμαστε ότι μια από τις βασικές πηγές της σύγχρονης Αγίας Γραφής είναι ένα χειρόγραφο του τέταρτου αιώνα γνωστό ως Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209. Αν η Γραφή μας περιέχει αλλαγές που έγιναν τον τέταρτο αιώνα, αυτές πρέπει να εμφανίζονται και στο συγκεκριμένο χειρόγραφο. Ευτυχώς, υπάρχει ένα άλλο χειρόγραφο, γνωστό ως Πάπυρος Μπόντμερ 14, 15 (P75), το οποίο περιέχει το μεγαλύτερο μέρος των Ευαγγελίων του Λουκά και του Ιωάννη και χρονολογείται από το 175 ως το 225 Κ.Χ. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το κείμενό του είναι παραπλήσιο του Βατικανού Χειρογράφου Αρ. 1209. Με άλλα λόγια, δεν επήλθαν σημαντικές αλλαγές στα Βιβλικά Ευαγγέλια, και αυτό αποδεικνύεται από το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209.
Δεν υπάρχουν στοιχεία, είτε στα έγγραφα είτε οπουδήποτε αλλού, που να αποδεικνύουν ότι το κείμενο του Ιωάννη—ή των άλλων Ευαγγελίων—παραποιήθηκε τον τέταρτο αιώνα. Ο Δρ Πίτερ Μ. Χεντ, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αφού εξέτασε μια συλλογή από σπαράγματα χειρογράφων που ανακαλύφτηκαν στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου, έγραψε: «Σε γενικές γραμμές, αυτά τα χειρόγραφα επιβεβαιώνουν το κείμενο των σπουδαίων μεγαλογράμματων χειρογράφων [του τέταρτου αιώνα και έπειτα] το οποίο αποτελεί τη βάση για τις σύγχρονες κριτικές εκδόσεις κειμένου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε ριζικά την κατανόησή μας για το πώς μεταβιβάστηκε το κείμενο της ΚΔ [Καινής Διαθήκης] τους πρώτους αιώνες».
Τι Μπορούμε να Συμπεράνουμε;
Τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια—του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη—ήταν αποδεκτά από όλους τους Χριστιανούς τουλάχιστον από τα μέσα του δεύτερου αιώνα. Το ευρέως χρησιμοποιούμενο Διατεσσάρων του Τατιανού, το οποίο συντάχθηκε μεταξύ του 160 και του 175 Κ.Χ., βασίστηκε μόνο στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια και σε κανένα από τα γνωστικά «ευαγγέλια». (Βλέπε το πλαίσιο «Μια Πρώιμη Υπεράσπιση των Ευαγγελίων».) Αξιοσημείωτη είναι επίσης μια παρατήρηση που έκανε ο Ειρηναίος στα τέλη του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., ισχυριζόμενος ότι πρέπει να υπάρχουν τέσσερα Ευαγγέλια, όπως υπάρχουν τέσσερα σημεία του ορίζοντα και τέσσερις βασικοί άνεμοι. Οι συγκρίσεις του μπορεί να είναι αμφισβητήσιμες, αλλά το σημείο που τονίζει υποστηρίζει την άποψη ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια.
Τι δείχνουν όλα αυτά τα στοιχεία; Ότι οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές όπως τις έχουμε σήμερα—περιλαμβανομένων των τεσσάρων Ευαγγελίων—έχουν παραμείνει ως επί το πλείστον αμετάβλητες από το δεύτερο αιώνα και έπειτα. Δεν έχουμε βάσιμο λόγο να πιστεύουμε ότι
τον τέταρτο αιώνα υπήρξε συνωμοσία προκειμένου να αλλάξει ή να αποσιωπηθεί οποιοδήποτε τμήμα των θεόπνευστων Γραφών. Αντίθετα, ο Μπρους Μέτζερ, λόγιος της Αγίας Γραφής, έγραψε: «Στα τέλη του δεύτερου αιώνα, . . . επικρατούσε σχεδόν πλήρης ταύτιση απόψεων για το μεγαλύτερο μέρος της Καινής Διαθήκης ανάμεσα στις πολύ διαφορετικές και διασκορπισμένες εκκλησίες των πιστών, όχι μόνο σε ολόκληρο τον κόσμο της Μεσογείου, αλλά και ευρύτερα—από τη Βρετανία ως τη Μεσοποταμία».Οι απόστολοι Παύλος και Πέτρος υποστήριζαν σθεναρά την αλήθεια του Λόγου του Θεού. Και οι δύο προειδοποίησαν έντονα τους συγχριστιανούς τους να μη δεχτούν ούτε να πιστέψουν τίποτα πέρα από όσα είχαν διδαχτεί. Για παράδειγμα, απευθυνόμενος στον Τιμόθεο, ο Παύλος έγραψε: «Τιμόθεε, φύλαξε αυτό που σου έχει δοθεί ως παρακαταθήκη, απομακρυνόμενος από τα κενά λόγια που βεβηλώνουν ό,τι είναι άγιο και από τις αντιλογίες της ψευδώς αποκαλούμενης “γνώσης”. Διότι κάνοντας επίδειξη τέτοιας γνώσης μερικοί έχουν παρεκκλίνει από την πίστη». Ο Πέτρος πιστοποίησε: «Όχι, δεν σας γνωστοποιήσαμε τη δύναμη και παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ακολουθώντας επιτήδεια επινοημένες ψεύτικες ιστορίες, αλλά έχοντας γίνει αυτόπτες μάρτυρες της μεγαλειότητάς του».—1 Τιμόθεο 6:20, 21· 2 Πέτρου 1:16.
Πριν από εκατοντάδες χρόνια, ο προφήτης Ησαΐας είπε υπό θεϊκή έμπνευση: «Το χλωρό χορτάρι ξεράθηκε, το άνθος μαράθηκε· ο λόγος όμως του Θεού μας θα παραμείνει στον αιώνα». (Ησαΐας 40:8) Μπορούμε να είμαστε εξίσου βέβαιοι ότι Εκείνος που ενέπνευσε τις Άγιες Γραφές τις διατήρησε επίσης στο πέρασμα των ετών ώστε «να σωθούν κάθε είδους άνθρωποι και να έρθουν σε ακριβή γνώση της αλήθειας».—1 Τιμόθεο 2:4.
a Η λέξη «γνωστικό» μπορεί να αναφέρεται σε «μυστική γνώση», ενώ η λέξη «απόκρυφο» σε κάτι «προσεκτικά αποκρυμμένο». Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται για νόθα ή μη κανονικά συγγράμματα που επιχειρούν να μιμηθούν τα Ευαγγέλια, τις Πράξεις, τις επιστολές και τις αποκαλύψεις στα κανονικά βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.
b Μια άλλη δυσκολία όσον αφορά τα απόκρυφα συγγράμματα είναι ότι σώζονται ελάχιστα αντίγραφά τους. Το Κατά Μαριάμ Ευαγγέλιον (το ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής), για το οποίο έγινε έμμεση μνεία προηγουμένως, διασώζεται μόνο σε δύο μικρά σπαράγματα και σε ένα μεγαλύτερο, από το οποίο έχει χαθεί πιθανότατα το ήμισυ του πρωτότυπου κειμένου. Επιπλέον, τα διαθέσιμα χειρόγραφα εμφανίζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.