Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ταξίδια ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης

Ταξίδια ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης

Η Ζωή και ο Κόσμος των Χριστιανών του Πρώτου Αιώνα

Ταξίδια ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης

«Την επόμενη ημέρα έφυγε με τον Βαρνάβα για τη Δέρβη. Και αφού διακήρυξαν τα καλά νέα σε εκείνη την πόλη και έκαναν αρκετούς μαθητές, επέστρεψαν στα Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια».​—ΠΡΑΞΕΙΣ 14:20, 21.

Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ παίρνει βαθιές ανάσες δροσερού πρωινού αέρα. Φοράει στα ταλαιπωρημένα του πόδια τα φθαρμένα σανδάλια του. Άλλη μια μέρα πεζοπορίας ανοίγεται μπροστά του.

Με τον πρωινό ήλιο συντροφιά του, ακολουθεί το χωματόδρομο αφήνοντας πίσω του αμπέλια, διασχίζοντας ελαιώνες και ανεβαίνοντας απότομες λοφοπλαγιές. Στη διαδρομή ανταμώνει και άλλους ταξιδιώτες​—γεωργούς που πηγαίνουν με βαριά βήματα στα χωράφια τους, εμπόρους που κεντρίζουν τα παραφορτωμένα με πραμάτειες ζώα τους και προσκυνητές που κατευθύνονται στην Ιερουσαλήμ. Ο ταξιδιώτης και οι σύντροφοί του μιλούν σε όλους όσους συναντούν. Ποιος είναι ο σκοπός τους; Να εκπληρώσουν την αποστολή που τους έδωσε ο Ιησούς, δηλαδή να είναι μάρτυρές του «ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης».​—Πράξεις 1:8.

Αυτός ο ταξιδιώτης θα μπορούσε να είναι ο απόστολος Παύλος, ο Βαρνάβας ή οποιοσδήποτε από τους σκληραγωγημένους ιεραποστόλους του πρώτου αιώνα. (Πράξεις 14:19-26· 15:22) Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέληση και αποφασιστικότητα. Ήταν δύσκολο να ταξιδεύει κανείς εκείνη την εποχή. Περιγράφοντας τις κακουχίες που πέρασε στη θάλασσα, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έχω περάσει στα βαθιά». Αλλά και οι χερσαίες μετακινήσεις δεν ήταν ευκολότερες. Ο Παύλος είπε ότι συχνά αντιμετώπιζε «κινδύνους από ποταμούς» και «κινδύνους από ληστές».​—2 Κορινθίους 11:25-27.

Πώς θα ήταν αν συνταξιδεύατε με εκείνους τους ιεραποστόλους; Πόση απόσταση θα καλύπτατε σε μια μέρα; Τι θα έπρεπε να πάρετε μαζί σας, και πού θα μένατε καθ’ οδόν;

Χερσαία Ταξίδια Τον πρώτο αιώνα, οι Ρωμαίοι είχαν φτιάξει ένα εκτεταμένο οδικό δίκτυο το οποίο συνέδεε τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας. Οι δρόμοι ήταν προσεκτικά σχεδιασμένοι και είχαν στέρεη κατασκευή. Το πλάτος πολλών έφτανε τα 4,5 μέτρα, ήταν λιθόστρωτοι, με κράσπεδα στις άκρες, και είχαν οδόσημα. Σε τέτοιους δρόμους, ένας ιεραπόστολος σαν τον Παύλο μπορούσε να περπατήσει 32 περίπου χιλιόμετρα τη μέρα.

Στην Παλαιστίνη, όμως, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν επικίνδυνα χωμάτινα μονοπάτια που περνούσαν μέσα από χωράφια και ρεματιές. Όσοι ταξίδευαν μπορεί να έβρισκαν μπροστά τους θηρία ή ληστές. Μάλιστα, ο δρόμος μπορεί να ήταν εντελώς αποκλεισμένος.

Τι κουβαλούσαν μαζί τους οι ταξιδιώτες; Μερικά απαραίτητα πράγματα ήταν ένα μπαστούνι για προστασία (1), ένα λεπτό στρώμα (2), ένα πουγκί (3), ένα επιπλέον ζευγάρι σανδάλια (4), έναν σάκο τροφίμων (5), μια αλλαξιά ρούχα (6), ένα αναδιπλούμενο δερμάτινο δοχείο για να αντλούν νερό από πηγάδια που έβρισκαν στο δρόμο (7), ένα ασκί για νερό (8) και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα για τα προσωπικά τους είδη (9).

Οι ιεραπόστολοι θα συναντούσαν οπωσδήποτε περιοδεύοντες εμπόρους οι οποίοι πουλούσαν αγαθά στις τοπικές αγορές. Αυτοί οι έμποροι βασίζονταν σε ένα αξιόπιστο υποζύγιο​—το γαϊδούρι. Τα γαϊδούρια ήταν ό,τι καλύτερο για τους απότομους και κακοτράχαλους δρόμους. Λέγεται ότι ένα καταφορτωμένο, γερό γαϊδούρι μπορούσε να καλύψει μέχρι και 80 χιλιόμετρα σε μια μέρα. Οι βοϊδάμαξες και τα κάρα προχωρούσαν πιο αργά και κάλυπταν μόνο 8 ως 20 χιλιόμετρα. Από την άλλη, τα βόδια μπορούσαν να μεταφέρουν βαρύτερα φορτία και ήταν ιδανικά για μικρές αποστάσεις. Ο ταξιδιώτης ίσως συναντούσε καραβάνια από καμήλες ή γαϊδούρια​—δεκάδες ζώα φορτωμένα με αγαθά από όλο τον κόσμο. Δίπλα του ίσως περνούσε καλπάζοντας ένας έφιππος αγγελιοφόρος που μετέφερε αλληλογραφία και βασιλικά διατάγματα σε κάποια εσχατιά της αυτοκρατορίας.

Όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι ταξιδιώτες κοιμούνταν στην άκρη του δρόμου, σε πρόχειρες κατασκηνώσεις. Μερικοί ενδεχομένως έμεναν σε κάποιο καραβάν σαράι, έναν περίκλειστο χώρο, με μη επιπλωμένα δωμάτια, χτισμένο γύρω από μια αυλή. Αυτά τα βρώμικα, καταθλιπτικά καταλύματα παρείχαν ελάχιστη προστασία από τα στοιχεία της φύσης ή από τους κλέφτες. Όποτε ήταν δυνατόν, οι περιοδεύοντες ιεραπόστολοι έμεναν πιθανότατα σε συγγενείς ή σε ομοπίστους.​—Πράξεις 17:7· Ρωμαίους 12:13.

Θαλάσσια Ταξίδια Πλοιάρια μετέφεραν αγαθά και επιβάτες ταξιδεύοντας κατά μήκος των ακτών ή διασχίζοντας τη Θάλασσα της Γαλιλαίας. (Ιωάννης 6:1, 2, 16, 17, 22-24) Πολλά μεγαλύτερα πλοία διέπλεαν τη Μεσόγειο μεταφέροντας φορτία από και προς μακρινά λιμάνια. Αυτά τα πλοία εφοδίαζαν με τρόφιμα τη Ρώμη και μετέφεραν κυβερνητικούς αξιωματούχους και αλληλογραφία από λιμάνι σε λιμάνι.

Οι ναυτικοί χάραζαν πορεία βάσει αυτών που έβλεπαν​—τη μέρα ακολουθούσαν τα σημάδια στην ξηρά, ενώ τη νύχτα τα άστρα. Επομένως, τα θαλάσσια ταξίδια ήταν σχετικά ασφαλή μόνο από το Μάιο ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν ο καιρός ήταν πιθανότατα πιο ήπιος. Τα ναυάγια ήταν συχνό φαινόμενο.​—Πράξεις 27:39-44· 2 Κορινθίους 11:25.

Όσοι επέλεγαν τα θαλάσσια ταξίδια δεν το έκαναν αυτό επειδή ήταν πιο ευχάριστα από τα χερσαία. Η άνεση του επιβάτη σε ένα φορτηγό πλοίο, το κυριότερο θαλάσσιο μεταφορικό μέσο, δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Οι ταξιδιώτες έμεναν και κοιμούνταν στο κατάστρωμα ό,τι καιρό και αν είχε. Ο στεγνός χώρος κάτω από το κατάστρωμα ήταν γεμάτος πολύτιμα αγαθά. Οι επιβάτες έτρωγαν ό,τι έφερναν μαζί τους. Στο πλοίο υπήρχε διαθέσιμο μόνο πόσιμο νερό. Μερικές φορές, ο καιρός ήταν πάρα πολύ άστατος. Τρομακτικές θύελλες και τρικυμίες προκαλούσαν ναυτία, που συνήθως κρατούσε μέρες ολόκληρες.

Παρά τις κακουχίες των χερσαίων και θαλάσσιων ταξιδιών, ιεραπόστολοι όπως ο Παύλος διέδωσαν ευρύτατα «τα καλά νέα της βασιλείας» στον τότε γνωστό κόσμο. (Ματθαίος 24:14) Μόλις 30 χρόνια αφότου ο Ιησούς είπε στους μαθητές να δίνουν μαρτυρία για εκείνον, ο Παύλος μπορούσε να γράψει ότι τα καλά νέα κηρύττονταν «σε όλη τη δημιουργία που είναι κάτω από τον ουρανό».​—Κολοσσαείς 1:23.