Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μετάβαση στον πίνακα περιεχομένων

Ο Θεός “Κάνει Μεγάλα Πράγματα”—Πώς το Διαπίστωσα

Ο Θεός “Κάνει Μεγάλα Πράγματα”—Πώς το Διαπίστωσα

Ο Θεός “Κάνει Μεγάλα Πράγματα”—Πώς το Διαπίστωσα

Αφήγηση από τον Μόρις Ρατζ

Η οικογένειά μου, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, έτρεχε να γλιτώσει από μια εξαιρετικά βίαιη επίθεση κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέρες ολόκληρες διασχίζαμε την πυκνή βιρμανική ζούγκλα και διανυκτερεύαμε κάτω από τα δέντρα. Ήμουν εννιά χρονών. Ό,τι είχα και δεν είχα βρισκόταν σε έναν μικρό μπόγο που κουβαλούσα στην πλάτη. Αλλά αυτή ήταν μόνο η αρχή.

ΕΚΕΙΝΟ το έτος, το 1942, ο κόσμος ήταν βυθισμένος στον πόλεμο, και εμείς προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από τον ιαπωνικό στρατό που προέλαυνε. Οι Ιάπωνες είχαν μόλις εισβάλει στη Βιρμανία, τη σημερινή Μιανμάρ, και είχαν καταλάβει τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Γενανγκγιούνγκ. Προτού φτάσουμε στα σύνορα με την Ινδία, οι Ιάπωνες στρατιώτες μάς πρόλαβαν και μας ανάγκασαν να γυρίσουμε πίσω.

Όταν ήμουν παιδί, ζούσαμε στη Γενανγκγιούνγκ, όπου ο πατέρας μου εργαζόταν για την Εταιρία Πετρελαίου της Βιρμανίας. Μετά την ιαπωνική κατοχή, τα πλούσια πετρελαϊκά κοιτάσματα της Γενανγκγιούνγκ έγιναν στόχος σφοδρών βομβαρδισμών από βρετανικά πολεμικά αεροσκάφη. Κάποια φορά, η οικογένειά μας βρήκε καταφύγιο σε ένα χαράκωμα για τρεις μέρες ενώ οι βόμβες έσκαγαν ολόγυρά μας. Τελικά, διαφύγαμε με πλοιάριο στο Σαλέ, μια μικρή πόλη στον ποταμό Αϊεϊαρουάντι ή Ιραουάντι. Νιώθαμε ευγνώμονες που ήμασταν ζωντανοί, και μείναμε εκεί όσο μαινόταν ο πόλεμος.

Μια Τραγωδία Οδηγεί στην Αλήθεια

Ο μικρότερος αδελφός μου γεννήθηκε το 1945, τη χρονιά που τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πατέρας μου ήταν πολύ χαρούμενος που απέκτησε ένα παιδί στα γεράματά του. Αλλά η ευτυχία του δεν κράτησε πολύ. Έπειτα από τρεις μήνες, ο αδελφός μου πέθανε. Λίγο μετά, πέθανε και ο πατέρας μου από τον καημό του.

Οι φίλοι μου προσπάθησαν να με παρηγορήσουν λέγοντάς μου ότι ο Θεός είχε πάρει μαζί Του στον ουρανό τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Ήθελα πάρα πολύ να βρεθώ κοντά τους! Η οικογένειά μου ανήκε στην Καθολική εκκλησία, και εγώ πήγαινα στο κατηχητικό όταν ήμουν μικρός. Είχα διδαχτεί ότι οι ιερείς και οι καλόγριες πηγαίνουν κατευθείαν στον ουρανό, ενώ οι υπόλοιποι πρέπει να μείνουν κάποιο διάστημα στο καθαρτήριο, έναν τόπο προσωρινών βασάνων όπου καθαρίζονται από τις αμαρτίες τους. Αποφασισμένος να ξανασμίξω με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, έβαλα στόχο να μπω σε μια Καθολική ιερατική σχολή στο Μάιμγιο, τη σημερινή Πιν Ου Λουίν, περίπου 210 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας.

Για να γίνει κάποιος δεκτός σε αυτή τη σχολή, απαιτούνταν να έχει επαρκή σχολική εκπαίδευση. Λόγω των περιστάσεών μου ως πρόσφυγας, είχα πάει σχολείο μόνο δύο χρόνια. Έπειτα όλα τα σχολεία παρέμειναν κλειστά στη διάρκεια του πολέμου. Αν και ξανάνοιξαν, η οικογένειά μας ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η μητέρα μου δεν είχε να φροντίσει μόνο τα δύο αδέλφια μου και εμένα, αλλά και τα τρία μικρά παιδιά της αδελφής της που είχε πεθάνει. Δεν μπορούσε πια να αφήσει εμάς τα αγόρια να συνεχίσουμε το σχολείο.

Ο μεγαλύτερος αδελφός μου άρχισε να δουλεύει, αλλά εγώ ήμουν μόλις 13 χρονών και δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Μάνιουελ Νέιθαν, ζούσε στο Τσάουκ, μια πόλη κοντά στο Σαλέ. Σκέφτηκα: “Αν φύγω από το σπίτι, η μητέρα μου θα έχει να θρέψει ένα στόμα λιγότερο”. Πήγα, λοιπόν, στο Τσάουκ να ζήσω με το θείο μου.

Δεν ήξερα ότι εκείνος είχε γνωρίσει πρόσφατα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και μετέδιδε με ενθουσιασμό τις καινούριες Γραφικές του γνώσεις. Τις μετέδιδε και σε εμένα σιγά σιγά, αρχίζοντας με την εξήγηση της προσευχής που είναι γνωστή ως «Πάτερ Ημών». Τα πρώτα λόγια της είναι: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου».​—Ματθαίος 6:9, 10, Κείμενο.

«Άρα, ο Θεός έχει όνομα», εξήγησε ο θείος μου. «Και αυτό το όνομα είναι Ιεχωβά». Έπειτα, μου έδειξε το όνομα του Θεού στη Γραφή. Ήθελα να μάθω περισσότερα. Αλλά δεν διάβαζα καλά, ακόμη και την τάμιλ, τη μητρική μου γλώσσα, ενώ η Γραφή και τα Γραφικά έντυπα που είχε ο θείος μου ήταν στην αγγλική, την οποία δεν γνώριζα καλά. Παρότι δεν ήξερα πολλά γράμματα, κατάφερα σταδιακά να κατανοήσω τις Γραφικές διδασκαλίες. (Ματθαίος 11:25, 26) Τα μάτια μου άνοιξαν, και είδα ότι πολλά από τα δόγματα που είχα διδαχτεί δεν βασίζονταν στη Γραφή. Τελικά είπα: «Θείε, αυτή είναι η αλήθεια!»

Όταν έγινα 16 χρονών, άρχισα να μιλάω σε άλλους για όσα είχα μάθει. Υπήρχαν μόνο 77 Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Μιανμάρ εκείνη την εποχή. Λίγο αργότερα, ο Ρόμπερτ Κιρκ, ένας Μάρτυρας που υπηρετούσε ως ιεραπόστολος στην πρωτεύουσα, τη Ρανγκούν, τη σημερινή Γιανγκόν, επισκέφτηκε το θείο μου στο Τσάουκ. Είπα στον Ρόμπερτ ότι είχα αφιερώσει τη ζωή μου στον Ιεχωβά. Έτσι λοιπόν, στις 24 Δεκεμβρίου 1949, βαφτίστηκα στον ποταμό Αϊεϊαρουάντι συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Θεό.

Υπερνικώ Εμπόδια

Έπειτα από λίγο μετακόμισα στη Μανταλέι για να βρω μια εργασία στα μέτρα μου. Στόχος μου ήταν να γίνω σκαπανέας, όπως αποκαλούνται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κάποια μέρα, ενώ παρακολουθούσα έναν αγώνα ποδοσφαίρου, σωριάστηκα κάτω και με έπιασαν σπασμοί. Διαγνώστηκε ότι έπασχα από επιληψία, και αναγκάστηκα να επιστρέψω στην οικογένειά μου για να με φροντίζουν.

Επί οχτώ χρόνια, συνέχισα να παθαίνω πότε πότε κρίσεις. Όταν η υγεία μου βελτιώθηκε, μπόρεσα να βρω κάποια εργασία. Μολονότι η μητέρα μου, λόγω της ασθένειάς μου, δεν συμφωνούσε να επιδιώξω την ολοχρόνια διακονία, μια μέρα τής είπα: «Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Θέλω να γίνω σκαπανέας. Ο Ιεχωβά θα με φροντίσει!»

Το 1957, μετακόμισα στη Γιανγκόν και άρχισα να κάνω σκαπανικό. Είναι εκπληκτικό ότι δεν έπαθα άλλες κρίσεις παρά μόνο έπειτα από 50 χρόνια, το 2007. Τώρα τις κρατάω υπό έλεγχο με φάρμακα. Το 1958, διορίστηκα ειδικός σκαπανέας και αφιέρωνα 150 ώρες κάθε μήνα στο έργο κηρύγματος.

Ο πρώτος μου διορισμός ήταν η Τζονσά, ένα χωριό 110 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Γιανγκόν. Εκεί υπήρχε ένας μικρός όμιλος ατόμων που είχαν διαβάσει τα Γραφικά μας έντυπα και ήθελαν να μάθουν περισσότερα. Όταν έφτασα μαζί με τον Ρόμπερτ, μαζεύτηκε κόσμος. Απαντήσαμε στις πολλές Γραφικές ερωτήσεις τους και τους δείξαμε πώς διεξάγονται οι Γραφικές συναθροίσεις. Σύντομα, μερικοί από αυτούς έρχονταν μαζί μας στο έργο κηρύγματος. Μου ζητήθηκε να μείνω σε εκείνο το χωριό, και μέσα σε μερικούς μήνες ο μικρός όμιλος έγινε ακμάζουσα εκκλησία. Σήμερα, υπάρχουν 150 και πλέον Μάρτυρες στην περιοχή.

Αργότερα, διορίστηκα περιοδεύων διάκονος, και επισκεπτόμουν εκκλησίες και απομονωμένους ομίλους σε όλη τη Μιανμάρ. Διένυα αμέτρητα χιλιόμετρα χωματόδρομου πάνω σε γεμάτα φορτηγά, περπατούσα μέσα σε ζούγκλες, διέπλεα ποταμούς και περνούσα οροσειρές με τα πόδια. Αν και δεν είχα γερή κράση, ένιωθα ότι ο Ιεχωβά μού έδινε τη δύναμη να συνεχίζω.​—Φιλιππησίους 4:13.

«Ο Ιεχωβά θα σε Βοηθήσει»

Το 1962, μεταφέρθηκα στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γιανγκόν, όπου έλαβα κάποια εκπαίδευση από τον Ρόμπερτ. Πολύ σύντομα, η κυβέρνηση διέταξε όλους τους ξένους ιεραποστόλους να εγκαταλείψουν τη Μιανμάρ, και μέσα σε μερικές εβδομάδες εκείνοι είχαν φύγει. Προς έκπληξή μου, τώρα ήμουν εγώ υπεύθυνος για το γραφείο τμήματος.

“Πώς θα κάνω αυτό το έργο;” αναρωτιόμουν. “Είμαι αγράμματος και άπειρος”. Αρκετοί μεγαλύτεροι πρόσεξαν ότι ανησυχούσα και μου είπαν: «Μόρις, μη στενοχωριέσαι. Ο Ιεχωβά θα σε βοηθήσει. Και θα σε στηρίξουμε όλοι». Πόσο καθησυχαστικά ήταν τα λόγια τους! Έπειτα από μερικούς μήνες, χρειάστηκε να συντάξω την ετήσια έκθεση του έργου κηρύγματος στη Μιανμάρ για το Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1967. Τα επόμενα 38 χρόνια, συνέτασσα αυτή την ετήσια έκθεση της χώρας. Επανειλημμένα, τα γεγονότα μού έδειχναν ξεκάθαρα ότι ο Ιεχωβά πράγματι κατευθύνει τις δραστηριότητές μας.

Για παράδειγμα, όταν στο παρελθόν είχα υποβάλει αίτηση για να γίνω υπήκοος της Μιανμάρ, δεν είχα τα 450 κιάτ a που χρειάζονταν προκειμένου να πάρω το πιστοποιητικό υπηκοότητας, γι’ αυτό και το ανέβαλα. Μια μέρα, ενώ περνούσα έξω από το γραφείο της εταιρίας στην οποία εργαζόμουν πριν από χρόνια, με είδε ο πρώην εργοδότης μου και μου φώναξε: «Ρατζ, έλα να πάρεις τα χρήματά σου. Ξέχασες να πάρεις το επίδομά σου όταν έφυγες». Το ποσό ήταν 450 κιάτ.

Όταν έφυγα από το γραφείο, σκέφτηκα όλα όσα θα μπορούσα να κάνω με τα 450 κιάτ. Αλλά επειδή ήταν ακριβώς το ποσό που χρειαζόμουν για να πάρω το πιστοποιητικό υπηκοότητας, θεώρησα ότι ήταν θέλημα του Ιεχωβά να τα χρησιμοποιήσω γι’ αυτόν το σκοπό. Και η συγκεκριμένη επιλογή αποδείχτηκε εξαιρετικά ωφέλιμη. Ως υπήκοος, μπορούσα να παραμείνω στη χώρα, να ταξιδεύω ελεύθερα, να εισάγω έντυπα και να εκτελώ άλλες σημαντικές εργασίες για το έργο κηρύγματος στη Μιανμάρ.

Συνέλευση Περιφερείας στο Βορρά

Το 1969, το έργο μας προόδευε ταχύτατα στην πόλη Μιιτκιινά της βόρειας Μιανμάρ, γι’ αυτό αποφασίσαμε να διεξαγάγουμε μια συνέλευση περιφερείας σε αυτή την πόλη. Η μεγαλύτερη δυσκολία μας, όμως, ήταν η εξεύρεση μεταφορικού μέσου για όλους τους Μάρτυρες που ζούσαν στο νότο. Προσευχηθήκαμε και έπειτα ζητήσαμε από τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων της Μιανμάρ να μας διαθέσει έξι βαγόνια. Προς μεγάλη μας έκπληξη, η αίτησή μας εγκρίθηκε.

Την κατάλληλη στιγμή, ήταν όλα έτοιμα για τη συνέλευση. Τη μέρα που είχε προγραμματιστεί η άφιξη των εκπροσώπων, πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό γύρω στο μεσημέρι για να υποδεχτούμε το τρένο που θα έφτανε στις 2:30 μ.μ. Ενώ περιμέναμε, ο σταθμάρχης μάς έδωσε ένα τηλεγράφημα το οποίο έλεγε: «Αποσυνδέσαμε τα έξι βαγόνια της Εταιρίας Σκοπιά». Είπε ότι το τρένο δεν μπορούσε να τραβήξει τα επιπλέον βαγόνια στην ανηφόρα.

Τι θα κάναμε; Η πρώτη μας σκέψη ήταν να αναβάλουμε τη συνέλευση. Αλλά αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να κάνουμε και πάλι αιτήσεις για μια σειρά από άδειες, πράγμα που θα απαιτούσε εβδομάδες! Εκείνη τη στιγμή, ενώ προσευχόμασταν ένθερμα στον Ιεχωβά, το τρένο μπήκε στο σταθμό. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας​—και τα έξι βαγόνια ήταν γεμάτα με Μάρτυρες που χαμογελούσαν και μας χαιρετούσαν! Όταν ρωτήσαμε τι συνέβη, ένας από αυτούς εξήγησε: «Πράγματι, αποσύνδεσαν έξι βαγόνια, αλλά όχι τα δικά μας!»

Από το 1967 ως το 1971, ο αριθμός των Μαρτύρων στη Μιανμάρ διπλασιάστηκε, φτάνοντας σχεδόν τους 600. Αργότερα, το 1978, το γραφείο τμήματος μεταφέρθηκε σε ένα διώροφο σπίτι. Ύστερα από είκοσι χρόνια, ο αριθμός των Μαρτύρων είχε ξεπεράσει τους 2.500. Έγινε περαιτέρω επέκταση των εγκαταστάσεων του γραφείου τμήματος, και στις 22 Ιανουαρίου 2000, ο Τζον Ε. Μπαρ, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνει την ομιλία αφιέρωσης του τριώροφου συγκροτήματος γραφείων και κατοικιών που χρησιμοποιείται σήμερα.

Αναπολώ τις Ευλογίες Μου

Σήμερα, ζουν και εργάζονται στο γραφείο τμήματος της Γιανγκόν 52 εθελοντές, και υπάρχουν περίπου 3.500 Μάρτυρες οι οποίοι υπηρετούν σε 74 εκκλησίες και ομίλους σε όλη τη χώρα. Χαίρομαι που και η αγαπημένη μου μητέρα έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά λίγο πριν από το θάνατό της, το 1969.

Η Ντόρις Μπα Έι, μια ντόπια σκαπάνισσα, έγινε μεταφράστρια στο γραφείο τμήματος στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Νωρίτερα, το 1959, είχε παρακολουθήσει την 32η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, μιας σχολής που εκπαιδεύει ιεραποστόλους των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η ομορφιά της, η ευχάριστη προσωπικότητά της και η βαθιά της πνευματικότητα με έκαναν να την αγαπήσω. Παντρευτήκαμε το 1970, και μέχρι σήμερα παραμένουμε αφοσιωμένοι στον Ιεχωβά και ο ένας στον άλλον.

Εδώ και πάνω από έξι δεκαετίες βλέπω το χέρι του Θεού στο έργο κηρύγματος που επιτελείται σε αυτή τη χώρα. Αληθινά, ο Θεός είναι μεγαλειώδης και πολύ αξιύμνητος. “Κάνει μεγάλα πράγματα”, όπως έχω διαπιστώσει σε όλη μου τη ζωή.​—Ψαλμός 106:21.

[Υποσημείωση]

a Εκείνη την εποχή ισοδυναμούσαν με περίπου 95 δολάρια ΗΠΑ, αρκετά σεβαστό ποσό.

[Εικόνα στη σελίδα 27]

Διακονία στη Ρανγκούν της Βιρμανίας, περίπου το 1957

[Εικόνα στη σελίδα 28]

Καθ’ οδόν για μια συνέλευση, στο Καλέμιο της Βιρμανίας, τέλη δεκαετίας 1970

[Εικόνα στη σελίδα 29]

Το όμορφο καινούριο γραφείο τμήματος, η αφιέρωση του οποίου έγινε το 2000

[Εικόνα στη σελίδα 29]

Με την Ντόρις σήμερα

[Εικόνα στη σελίδα 29]

Μαζί στη διακονία από πόρτα σε πόρτα